Η τύχη το θέλησε, όταν ο Λόρδος Βύρων ξεκινούσε για την Ελλάδα κι όταν έφευγε για πάντα απ’ αυτήν, να τον κατευοδώσουν δύο μεγάλα πνεύματα της εποχής του: Ο Γκαίτε και ο Σολωμός
Του Νίκου Παπουτσόπουλου
«Έναν μακρινό Απρίλη, το Πάσχα του 1824, στο Μεσολόγγι, αυτήν τη μικρή, παράταιρη και ξεχασμένη σήμερα πολιτεία, πέθανε ένας μεγάλος ποιητής: ο Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον.
Το γεγονός αυτό, πέρα απ’ τη συναισθηματική του πλευρά, είχε και μια μεγάλη πολιτική και ιστορική σημασία, αφού άλλαξε για το Μεσολόγγι αλλά και για την Ελλάδα τη ροή των γεγονότων.
Γιατί έκανε να πέσουν για πρώτη φορά οι προβολείς της επικαιρότητας στο Μεσολόγγι και έτσι, δυο χρόνια αργότερα, όταν η πόλη αυτή ήρθε πάλι στο προσκήνιο της Ιστορίας με την Εξοδό της, δεν ήταν πια άγνωστη στον κόσμο και η συμπάθεια που προκάλεσε στην παγκόσμια κοινή γνώμη με τη θυσία της ήταν μεγαλύτερη – και αποτελεσματική. Στα χρόνια που κύλησαν, και μέχρι σήμερα, η ανάμνηση του ποιητή πλανιέται πάντα στο Μεσολόγγι» γράφει η Ακακία Κορδόση στο βιβλίο της «Η “Περίπτωση” Μπάυρον» (επετειακή έκδοση του Κέντρου Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος»).
«Το Μεσολόγγι άρχιζε την ιστορία του με τη θυσία» γράφει ο Κωστής Παλαμάς («Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου»). «Βωμός της Μεγάλης Ιδέας. Κοίταξε πώς εμφανίζεται στην “Ωδή στον Ίψεν” μέσα στον τόμο της “Φλογέρας του Βασιλιά”. Και ακόμα στον “Πήγασο” των “Καημών της Λιμνοθάλασσας” και στη “Μια Παράδοση”. Και ακόμα στην “Παιδούλα στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη” μέσα στα “Παράκαιρα”. Και κρατούσε στ’ αγιασμένα του και από τους ύμνους του Σολωμού χώματα κάτι από το λαμπρό πέρασμα Μανφρέδου με τα φλογισμένα σπλάχνα. Οι νέοι καιροί» επισημαίνει ο Παλαμάς. «Τα παραμύθια που άκουγ’ από τα στόματα γύρω μου και της γριάς παθήματα των Αγωνιστών που ζούσαν πολλοί από αυτούς τυλιγμένοι ακόμα στις ίδιες καπότες, τις καψαλισμένες από το άναμα του λαγουμιού και τρυπημένες από του γιουρουσιού το ξέσπασμα, ριζώνανε στον λογισμό μου για να φουντώσουν ύστερα στην ώρα τους με κλαδιά και με λουλούδια».
Έναν μακρινό Απρίλη, το Πάσχα του 1824 στο Μεσολόγγι, με τη συμπλήρωση των διακοσίων ετών από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, στη μαρτυρική πολιτεία της λιμνοθάλασσας, εκεί όπου οι μνήμες και οι μαρτυρίες και οι θυσίες για την ελευθερία ακουμπούν ευλαβικά στις όχθες της ακύμαντης λίμνης: «Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι / για το ξανθό αβγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς. / Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι, / ξεφαντωτής αμαρτωλός, του πειρασμού ραγιάς. / Αϊ-Σώστη, εσύ με ξάφνισες· του πλατιού πέλαου βόγκοι / και τα καράβια τ’ άφταστα και τα διαβατικά! / Μ’ έδειρες, λιμνοθάλασσα, με πήρες, Μισολόγγι. / Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατ’ αδειανά» (Κ. Παλαμάς, «Μια ζωή).
«Τα παραμύθια που άκουγε ο Παλαμάς από τα στόματα γύρω του ή τις διαδρομές στα αβαθή, όπου “μας πήγαινε να κολυμπήσουμε ο βαρκάρης του Μπάυρον” ή οι μνήμες από τη “Σεβάσμια κυρία Μπλακ” και την “Κόρη των Αθηνών”, τη “Μούσα” του Τσάιλ Αρόλδου. “Έπαιζα στις τάπιες του Κάστρου”, σημειώνει ο Κωστής Παλαμάς, “χάιδευα τα κανόνια των Ελεύθερων Πολιορκημένων, καθόμουν στον τάφο του Μάρκου και οι πρώτοι ρεμβασμοί μου με ηύραν εκεί που υψωνόταν άλλοτε το κατακρατημένο άγαλμα της Ελληνοπούλας του Δαβίδ Ντανζέρ. Ζούσε ακόμα η γυναίκα που μου ενέπνευσε τα “Νιάτα της Γιαγιάς” (σ.σ.: η Τασούλα Γυφτογιάννη), το νεανικό μου τραγούδι που σταμάτησ’ εμπρός του, στην αγγλική μετάφραση, ο κριτικώτατος Οσκαρ Ουάιλδ».
«…Και πρόφτασα και τον φτωχό βαρκάρη σου, που, ω Λάρα, / στη βάρκα του, όταν ο μαΐστρος μ’ ένα του φιλί / στη ρηχοθάλασσα έσπερνε μια σιγαλή λαχτάρα, / Λάρα, θα σου ξαστέρωνε τη σκέψη τη θολή» (Κωστής Παλαμάς, «Μπάιρον»).
«Έναν μακρινό Απρίλη, το Πάσχα του 1824, στο Μεσολόγγι, αυτήν τη μικρή, παράταιρη και ξεχασμένη σήμερα πολιτεία πέθανε ένας μεγάλος ποιητής: ο Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον».
«Μια τρομερή θύελλα είχε ξεσπάσει στο Μεσολόγγι», γράφει ο Andre Maurois («Byron», μετάφραση Λ. Παλλαντίου, εκδόσεις Ωκεανίδα, 1997). «Βράδιαζε. Τ’ αστραπόβροντα διαδέχονταν το ‘να τ’ άλλο μέσα στο σκοτάδι. Οι σύντομες αναλαμπές των αστραπών άφηναν να διαγράφεται μακριά στη λιμνοθάλασσα η σκοτεινή γραμμή των νησιών. Η βροχή, σαρωμένη από τον άνεμο, χτυπούσε πάνω στα τζάμια των σπιτιών. Οι στρατιώτες και οι βοσκοί που είχαν καταφύγει σ’ αυτά αγνοούσαν ακόμα την είδηση του θανάτου. Ωστόσο, πίστευαν όπως οι πρόγονοί τους πως σημεία και τέρατα συνοδεύουν τον θάνατο ενός ήρωα και, βλέποντας την πρωτόφαντη βιαιότητα των κεραυνών, έλεγαν ο ένας στον άλλο: “Ο Μπάυρον πέθανε”».
«Κι εκείνο το μακρινό Πάσχα του 1824», γράφει η Ακακία Κορδόση, «οι γυναίκες που θρηνούσαν μέσ’ στ’ αρχοντικά ή μέσα στα χαμηλά ψαρόσπιτα, οι άνδρες που σιγομιλούσαν στους δρόμους, οι οικογένειες που δεν είχαν ψήσει το αρνί της Λαμπρής και δεν είχαν χτυπήσει τις καμπάνες της Ανάστασης απ’ τη στενοχώρια τους, δεν έβαζαν καθόλου με τον νου τους ότι αυτός ο δικός τους άνθρωπος, που από στιγμή σε στιγμή πέθαινε, μπορεί πριν από λίγο καιρό να ήταν ένας διάσημος ποιητής, το χαϊδεμένο παιδί της Ευρώπης».
Η μικρή πόλη κήδεψε, λοιπόν, με θρήνους τον προστάτη της. «Η Δυτική Ελλάς, η οποία εδοκίμασε τας ευεργεσίας του μεγάλου τούτου ανδρός, και μάλιστα η πόλις αυτή, έδειξε εις αυτήν την περίστασιν όλα τα σημεία της υπερβολικής λύπης, η οποία κατεμάρανε την καρδίαν της» γράφει το φύλλο των «Ελληνικών Χρονικών», της εφημερίδας που έβγαζε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός Φιλέλληνας Ιάκωβος Μάγερ. «Από όλα τα πέριξ μέρη είχαν συναχθεί ιερείς και στρατεύματα διά να τιμήσουν το λείψανον και να ενώσουν τα δάκρυά των με εκείνα των Μεσολογγιτών».
Ακολουθεί απαρίθμηση των προσωπικοτήτων που παρευρέθηκαν στην κηδεία και η εφημερίδα συνεχίζει: «Το στράτευμα εσχημάτιζε δύο στίχους, μεταξύ των οποίων επορεύοντο οι συνοδεύοντες το νεκρικό κρεβάτι, από τους οποίους προηγείτο το τάγμα των πυροβολιστών με όλους τους ξένους αξιωματικούς και μέρος του υπολοίπου στρατεύματος. Από τόσον αναρίθμητον πλήθος λαού και στρατευμάτων δεν ηκούετο ουδέ ψυθιρισμός, αλλά μόνον η λυπηρά ψαλμωδία των ιερέων και ο βραχνός ήχος των πολεμικών μουσικών οργάνων».
Παράξενο τέλος ενός απογόνου του βασιλικού οίκου των Στιούαρτ, μέσα σε μια μικρή, φτωχή εκκλησία και σ’ ένα τραχύ, ξύλινο φέρετρο, σκεπασμένο μ’ έναν μαύρο μανδύα, πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένα ένα ξίφος, ένα δάφνινο στεφάνι και ένα κουτί με τον εγκέφαλο και την καρδιά του – τους δυο αντιμαχόμενους πόλους της ζωής του. Υπάρχει και μια συγκινητική και πολυσήμαντη σύμπτωση: Η τύχη το θέλησε, όταν ξεκινούσε για την Ελλάδα κι όταν έφευγε για πάντα απ’ αυτή, να τον κατευοδώσουν δύο μεγάλα πνεύματα της εποχής του: Ο Γκαίτε και ο Σολωμός. (Ο δημιουργός του “Φάουστ” και ο ποιητής των “Ελεύθερων Πολιορκημένων” θαύμαζαν τον Μπάυρον, ίσως γιατί είχε στεφανώσει και καταξιώσει τη ζωή του μ’ αυτό που έλειπε απ’ τη δική τους: την ηρωική δράση)».
«Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες. Και ζεις / με των αϊτών το πέταγμα και με των άγριων κρίνων / την ευωδιά, στον λυρισμό, στη σκέψη, στης ψυχής / τα πάθη, και στη δόξα των Ελλήνων» (Κ. Παλαμάς, «Μπάιρον», 1824-1924).