Γι’ αυτήν την Ελλάδα, που κατρακυλά ολοένα και βαθύτερα στον βόρβορο της κομματικής αγυρτείας, σωτηρία δεν φαίνεται να υπάρχει
Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
Με δεδομένο ότι, στις δεκάδες εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή το υπό ψήφιση νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων, δικηγόρων ή/και πανεπιστημιακών, συμφώνησαν ότι η κεντρική φιλοσοφία του διέπεται από το νοσηρό φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού, αξίζει να διατυπώσουμε λίγες ακόμη σκέψεις, συμπληρώνοντας ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε σε αυτήν εδώ την στήλη πριν από λίγο καιρό (βλ. Βαθιώτη, Η διαχρονική μάστιγα του ποινικού λαϊκισμού, Κυριακάτικη Δημοκρατία, 26.11.2023, σελ. 07β/23).
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ο Γκέοργκ Βέντσελμπουργκερ (Georg Wenzelburger), καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Saarbrücken, και ο Ντομινίκ Μπροντόβσκι (Dominik Brodowski), καθηγητής εξευρωπαϊσμού, διεθνοποίησης και ψηφιοποίησης του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας στην Νομική Σχολή του ιδίου πανεπιστημίου, σε πρόσφατο άρθρο τους υπό τον τίτλο «Μεταξύ ποινικού λαϊκισμού και επιρροής των ειδικών» και υπότιτλο «Η μεταβολή της αντεγκληματικής πολιτικής από την σκοπιά της πολιτικής επιστήμης» (Wenzelburger/Brodowski, Zwischen Strafrechtspopulismus und Experteneinfluss. Der Wandel der Kriminalpolitik aus der Perspektive der Politikwissenschaft, GA 2023, σελ. 204 επ.) εξέτασαν το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού, λαμβάνοντας αφορμή από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η πολιτική ηγεσία μετά τις σεξουαλικές κακοποιήσεις παιδιών που το 2019 τελέσθηκαν μαζικά (τα θύματα ξεπερνούσαν τα 200) σε κάμπινγκ της γερμανικής πόλης Λύγκντε από δύο άνδρες (56 και 34 ετών αντιστοίχως).
Ειδικότερα, με αφορμή την εξιχνίαση αυτού του εγκλήματος, ο υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας προανήγγειλε την αναβάθμιση του εγκλήματος της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας από πλημμέλημα σε κακούργημα. Κι όταν μετά από περίπου έναν χρόνο αποκαλύφθηκαν δίκτυα παιδικής κακοποίησης στις πόλεις Μπέργκις-Γκλάντμπαχ και Μύνστερ, προτάθηκε η αυστηροποίηση των κατώτερων ορίων του προβλεπόμενου πλαισίου ποινής.
Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς της ανωτέρω μελέτης, τέτοια παραδείγματα καταδεικνύουν ότι την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής δεν καθορίζουν κάποια κανονιστικά κριτήρια νομικής βαρύτητος, αλλά η δυναμική κομματικών-πολιτικών διαδικασιών, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η ψηφοθηρία. Η ροπή των πολιτικών σε ακραίες ποινικές αντιδράσεις εξηγείται με βάση τον φόβο που τους καταλαμβάνει ότι θα χαρακτηρισθούν «μαλθακοί» και, πάντως, περισσότερο «μαλθακοί» απ’ ό,τι οι αντίπαλοί τους.
Όπως παρατηρεί και η Λυν Κόψον (Lynne Copson), λέκτωρ εγκληματολογίας στο ανοικτό πανεπιστήμιο Βρετανίας και Ουαλίας (Copson, Penal Populism and the Problem of Mass Incarceration: The Promise of Utopian Thinking, εις: The Good Society, Vol. 23, No. 1, 2014, σελ. 55 επ., 56): Όταν κυριαρχεί ο ποινικός λαϊκισμός, «οι πολιτικοί χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς αυτό που πιστεύουν ότι είναι η γενική τιμωρητική στάση του κοινού απέναντι στο έγκλημα και τους παραβάτες». Έτσι, ο ποινικός λαϊκισμός αξιοποιείται ως προεκλογικό εργαλείο για την απόκτηση πολιτικού πλεονεκτήματος.
Ακολούθως, οι δύο συγγραφείς επισημαίνουν ότι το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού δεν έχει σε όλες τις χώρες τις ίδιες διαστάσεις. Επί παραδείγματι, εν αντιθέσει προς τις Η.Π.Α., τα σκανδιναβικά κράτη ακολουθούν μια πολύ πιο ήπια κυρωτική πολιτική και ο αριθμός των φυλακισμένων είναι αισθητά μικρότερος. Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία και η Γαλλία έχουν πραγματοποιήσει στροφή προς μια κατασταλτικότερη αντεγκληματική πολιτική. Οι σημαντικότερες παράμετροι που συνδιαμορφώνουν το εύρος του ποινικού λαϊκισμού είναι τρεις.
ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
Πρώτη παράμετρος είναι η κοινή γνώμη. Ο φόβος του εγκλήματος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην πραγματική επιβάρυνση από την βίαιη εγκληματικότητα και στις πολιτικές αποφάσεις. Σημαντικό ρόλο εδώ διαδραματίζει η τρομολαγνική παρουσίαση των επιμέρους περιστατικών από τα θορυβώδη ΜΜΕ, τα οποία ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη εναντίον του δράστη και, ταυτοχρόνως, καλλιεργούν ένα κλίμα συμπάθειας των πολιτών προς το θύμα, με αποτέλεσμα να ζητούν από την πολιτεία την αυστηροποίηση των ποινών.
Ήδη προ εικοσαετίας, ο Στέργιος Αλεξιάδης, καθηγητής εγκληματολογίας στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σημείωνε ότι «η προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας για τόνωση του συναισθήματος της δημόσιας ασφάλειας και συνακόλουθα για μείωση του φόβου του εγκλήματος εκδηλώνεται με ποινικά μέτρα», ειδικότερα δε «η ποινικοποίηση και η αύξηση των ποινών είναι τα πρώτης χρήσης μέτρα, για να δοθεί η εικόνα μιας “κυβέρνησης με πυγμή” στην αντιμετώπιση του εγκλήματος. Στη χώρα μας τούτο αποτελεί συνήθη τακτική εκείνων των νομοθετημάτων που επιδιώκουν να σχηματίσουν την πιο πάνω εικόνα» (Εγκληματολογία, Δ΄ έκδ., 2004, σελ. 274).
ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Δεύτερη παράμετρος είναι η διάρθρωση του κομματικού ανταγωνισμού. Όσο λιγότερα είναι τα κυρίαρχα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση της πλειοδοσίας προς μια κατασταλτικότερη αντεγκληματική πολιτική. Βαρύνουσας σημασίας εν προκειμένω είναι η ακόλουθη επισήμανση των συγγραφέων: Η αντεγκληματική πολιτική ενός κόμματος διαπνέεται τόσο πιο έντονα από το πνεύμα της κατασταλτικής δράσης όσο πιο ψηλά έχει γραμμένο στην ατζέντα του το δόγμα «νόμος και τάξη» (Wenzelburger, The partisan politics of law and order, 2020, σελ. 54).
Δυστυχώς, αυτό ακριβώς το δόγμα, που είναι το δίδυμο αδελφάκι της αυταρχικής (και, προπάντων, ουτοπικής) «μηδενικής ανοχής», αναπαράγεται διαρκώς από τα εν Ελλάδι συστημικά Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, τα οποία, αφού πρώτα έχουν φροντίσει να τρομοκρατήσουν τους πολίτες, παρουσιάζοντας υπερδιογκωμένη την εικόνα της εγκληματικότητας, εν συνεχεία προσπαθούν να τους καθησυχάσουν (αν πρόκειται για φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ), πιπιλώντας την υποσχετική καραμέλα της εφαρμογής του σκληρού δόγματος «νόμος και τάξη» ή, αντιθέτως (αν πρόκειται για αντιπολιτευτικά ΜΜΕ), τρομάζοντάς τους ακόμη περισσότερο με την προβολή της αποτυχίας της κυβέρνησης να επιβάλει «τον νόμο και την τάξη».
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Τρίτη παράμετρος είναι το θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας, το οποίο μπορεί να ευνοεί ή να δυσχεραίνει το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού. Εδώ ανήκει όχι μόνο ο προαναφερθείς ρόλος των ΜΜΕ (όταν η ενημέρωση του κοινού γίνεται με βάση τον εντυπωσιασμό, τότε η νομοθεσία είναι αυστηρότερη), αλλά και τα κυρίαρχα πολιτικά συστήματα: εν αντιθέσει προς τις δημοκρατίες της συναίνεσης, οι δημοκρατίες της πλειοψηφίας υποθάλπουν μια κατασταλτικά προσανατολισμένη αντεγκληματική πολιτική.
Ως προς τις «δημοκρατίες της πλειοψηφίας» είναι άκρως διαφωτιστική η σύντομη ανάλυση που κάνει ο Στάμος Παπαστάμος, καθηγητής Πειραματικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, έκδ. Α΄, 1989, σελ. 25):
«Η άποψη της πλειοψηφίας εκπροσωπεί την απόλυτη αλήθεια και την απόλυτη νομιμότητα. Κάθε διαφορετική γνώμη ή κρίση αποκλίνει αναγκαστικά από την πραγματικότητα και την αλήθεια. Όπως, όμως, οι γνώμες της πλειοψηφίας είναι περισσότερο διαδεδομένες, προσλαμβάνουν και μεγαλύτερη αξία. Σε σημείο που, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, μόνο και μόνο επειδή τις ασπάζεται ή τις εκφράζει η πλειοψηφία, θεωρούνται θετικότερες και αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα. Στην πραγματικότητα, η επιλογή δεν βρίσκεται ανάμεσα στις απόψεις της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, αλλά στη γνώμη μιας πλειοψηφίας και [σε] μια γνώμη περιθωριακή. Η άποψη της πλειοψηφίας είναι η μόνη ορθή, ενώ η μειονοτική άποψη δεν είναι απλά και μόνο η γνώμη κάποιου άλλου αλλά ένα κενό, μια γνώμη ανομική, επειδή, ακριβώς, δεν συμπίπτει μ’ αυτά που πιστεύει η πλειοψηφία».
Πάντως, οι συγγραφείς διευκρινίζουν ότι ο βαθμός ποινικού λαϊκισμού διαφέρει από χώρα σε χώρα ανάλογα και με την επιρροή που ασκούν οι ειδικοί επί των σχετικών με την αντεγκληματική πολιτική αποφάσεων. Π.χ. στην Σουηδία, όπου οι ειδικοί συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων μέσω διαφόρων επιτροπών, η αντεγκληματική πολιτική είναι μετριοπαθής. Επίσης, στην Γερμανία έχει αποδειχθεί ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του την νομολογία του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου επί των ατομικών ελευθεριών και έτσι αποτρέπεται η υπέρμετρη καταπάτησή τους.
Σε ό,τι αφορά το άκρως διεφθαρμένο ελληνικό κράτος, όπου οι ειδικοί –αν, βεβαίως, υπάρχουν– αντλούν, ως επί το πλείστον, την αυθεντία τους όχι από την πραγματική τους κατάρτιση αλλά από την θέση στην οποία έχουν τοποθετηθεί, ελέω κάποιου κυβερνητικού αξιωματούχου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ποινικός λαϊκισμός βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη.
Γι’ αυτήν την Ελλάδα, που κατρακυλά ολοένα και βαθύτερα στον βόρβορο της κομματικής αγυρτείας, σωτηρία δεν φαίνεται να υπάρχει. Οδεύουμε προς την καταστροφή!
*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»
“υπερδιογκωμένη η εικόνα της εγκληματικότητας”;;
Όχι, αγαπητέ. Η εγκληματικότητα δεν είναι μόνο διογκωμένη αλλά και παντού διάχυτη, έχοντας καταλάβει και το τελευταίο στρέμμα της Επικράτειας, όπου πλέον κινδυνεύεις, ενώ έχει ειδεχθέστατα χαρακτηριστικά. Κατατεμαχισμός πτώματος από πατροκτόνο έφτασε να μην εκπλήσσει. Αυτά τα ανίερα ήταν ασύλληπτα ακόμα και ως σενάρια για την φρικωδέστερη ταινίαςτρόμου.