«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που απέχουν ελάχιστα από το να βρεθούν στον δρόμο και να μείνουν άνεργοι, οι οποίοι έκαναν πάντα το σωστό, ήταν υπεύθυνοι, προσπάθησαν σκληρά και δεν ξέρουν τι πήγε λάθος! Κερδίσαμε τον πόλεμο… Πού πήγε όλο αυτό;»
Απόσπασμα από συνέντευξη του ηθοποιού Μάικλ Ντάγκλας για τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει στην κινηματογραφική ταινία «Ξεχωριστή μέρα» (πρωτότυπος τίτλος «Falling Down») του 1993.
Του Παναγιώτη Λιάκου
Η «Ξεχωριστή μέρα» είναι μία κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζόελ Σουμάχερ, με σενάριο του Έμπε Ρόου Σμιθ, στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι Μάικλ Ντάγκλας, Μπάρμπαρα Χέρσι και Ρόμπερτ Ντιβάλ. Αυτό το μοναδικό έργο της 7ης τέχνης προφήτευσε το κοινωνικό, ιδεολογικό και πνευματικό κίνημα που σάρωσε τις ΗΠΑ και μεγάλο μέρος του αποκαλούμενου «δυτικού» κόσμου. Την ταινία μπορεί να τη δει οποιοσδήποτε εικοσάχρονος και να θεωρήσει ότι παρακολουθεί τη ζωή κάποιου που απλώς… σάλταρε. Όμως ο ίδιος εικοσάρης θα συνειδητοποιήσει τα ιδιαίτερα μηνύματα της ταινίας όταν θα βρίσκεται στο μέσο της 5ης δεκαετίας της ζωής του. Κάπου στα 45 υποπτεύεσαι την πιθανότητα να σου συμβούν όλα όσα συνέβησαν στον τραγικό αντιήρωα του έργου. Μια ζωή, τα χαρτιά της οποίας ο «παίκτης» προσπάθησε να μην τα «κάψει», να τα «παίξει» σωστά, πάει στράφι.
Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της ταινίας (αυτός που ενσαρκώνει ο Μάικλ Ντάγκλας) ονομάζεται Ουίλιαμ Φόστερ. Αντιπροσωπεύει αυτό ακριβώς που πολεμούν λυσσωδώς οι αρχιτέκτονες της νεοταξικής ομοιομορφίας. Άνδρας, μεσήλικας, λευκός, νομοταγής, συνηθισμένος, φαινομενικά άχρωμος, στα όρια του βαρετού. Επίσης, ο Φόστερ είναι διαζευγμένος. Έχει ένα παιδί, κοριτσάκι, την επιμέλεια του οποίου πήρε η γυναίκα του. Κερασάκι στην πικρή τούρτα της ζωής του είναι ότι μένει άνεργος. Η αμυντική βιομηχανία στην οποία εργαζόταν επί επτά συναπτά έτη μόλις τον απέλυσε. Το μόνο που απομένει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, από την εικόνα που διατηρούσε για τον εαυτό του, είναι τα ρούχα της δουλειάς του και ένας χαρτοφύλακας. Μια μέρα προσπαθεί ματαίως να φτάσει έγκαιρα στο πάρτι γενεθλίων της κόρης του. Το μποτιλιάρισμα της ασφυκτικά γεμάτης με αυτοκίνητα πόλης τον εμποδίζει. Κι η ίδια η πόλη, τόπος άγνωστος πλέον σε εκείνον, δείχνει να τον εμποδίζει. Το ίδιο και η αποπνικτική ζέστη, που του κόβει την ανάσα. Ο πρωταγωνιστής αγχώνεται, ξεφυσά.
Κι όσο αγχώνεται, απελπίζεται, κι όσο απελπίζεται, οργίζεται. Η οργή φουντώνει σε κάθε επαφή με το ξένο, πλέον, σε εκείνον περιβάλλον. Η οργή γίνεται το προσάναμμα για το ξέσπασμα, την έκρηξη που περίμενε χρόνια να εκδηλωθεί στην ταραγμένη, πιεσμένη από παντού ψυχή του.
Έχοντας φτάσει πολύ κοντά στο σημείο του ξεπεράσματος του σημείου ψυχικού βρασμού, η πόλη, η ίδια η χώρα, του δείχνει απότομα κι ολοκληρωτικά τη σωρευμένη ασχήμια της.
Ο δρόμος που ακολουθεί, πεζός πλέον, έχοντας εγκαταλείψει το ακινητοποιημένο όχημά του, εμφανίζει μπροστά του τη μετανεωτερική Αμερική. Ενώπιόν του παρατάσσονται οι στρατιές των «οπλιτών» του απόλυτου εχθρού του. Εχθρός του δεν είναι άλλος από το δυστοπικό όραμα των επικυρίαρχων. Η υλοποίηση του οράματος είναι η επιβολή μιας εποχής, δίχως τέλος, στην οποία δεν έχουν προϋπολογιστεί υπάρξεις όπως η δική του. Ο Ουίλιαμ Φόστερ είναι -ή, ορθότερα, ήταν- λευκός, μεσοαστός, οικογενειάρχης, σοβαρός, χωρίς «αποκλίσεις» σε ό,τι αφορούσε τα δομικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Δεν έχει παράξενα «χούγια». Δεν είναι ανώμαλος. Ανήκει στην παλιά, παραγωγική Αμερική, των παραδοσιακών αξιών. Αυτός ο συνηθισμένος άνθρωπος μένει χωρίς δουλειά και, αποβιβαζόμενος από το όχημά του, υποχρεούται να αντιμετωπίσει εικόνες και καταστάσεις που ίσως να αγνοούσε, ίσως να είχε υποτιμήσει το βάθος, την έκταση και την έντασή τους. Στους δρόμους του Λος Άντζελες έρχεται φάτσα με φάτσα με συμμορίες των αλλοδαπών, τον Κορεάτη ψιλικατζή με τα υπερτιμολογημένα προϊόντα, το απρόσωπο φαστφουντάδικο με τα πλαστικά φαγητά, που δείχνουν φρέσκα και ζουμερά μόνο στις φωτογραφίες, τον νεοναζί και διεστραμμένο ιδιοκτήτη του καταστήματος με τα στρατιωτικά είδη, τους εγωπαθείς εκατομμυριούχους που παίζουν γκολφ και δεν τους καίγεται καρφί για τον πλησίον τους, τους εργάτες δημόσιων έργων που δεν ξέρουν για ποιον λόγο κλείνουν τους δρόμους και διόλου δεν νοιάζονται γι’ αυτό.
Η εσωτερική έκρηξη εκτονώνεται και εξωτερικά. Ο Ουίλιαμ Φόστερ οπλίζεται μέχρι τα δόντια κι αρχίζει και λειτουργεί σαν στρατιά τού ενός που εξεγείρεται εναντίον όλων. Γίνεται τρομοκράτης. Ο μόνος που τον καταλαβαίνει και τον συμπονά είναι ο αστυνομικός (τον ρόλο ενσαρκώνει ο Ρόμπερτ Ντιβάλ), παλιάς κοπής κι αυτός, που τον καταδιώκει. Το κατοπτρικό του είδωλο ξέρει τι τραβάει ο Ουίλιαμ Φόστερ, κατανοεί τη θέση του και προσπαθεί, έστω έμμεσα, να τον διευκολύνει χωρίς να αποκλίνει από το καθήκον του.
Αξίζει να τη δείτε αυτήν την ταινία του 1993. Πρωταγωνιστείτε κι εσείς κι εμείς και δεν μας ενημέρωσε κανείς για τον ρόλο μας.
*Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2011 στον Τζον Τίμπετς, σινεκριτικό και καθηγητή κινηματογραφικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Κάνσας. Είναι διαθέσιμη στην πανεπιστημιακή ιστοσελίδα στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://kuscholarworks.ku.edu/entities/publication/bbef75f8-02d0-499d-855d-95ed8e014f30
Ρε τι πίνετε και δεν μας δίνετε?
Ναι και θα έρθει ο Μασκ …αράς να σώσει την Αμερική.
Την χώρα που χάρη στους Κορεάτες, τους Έλληνες ,τους ισπανόφωνους ,τους μετανάστες από όλο τον κόσμο, προόδευσε και προσέφερε απλόχερα το Αμερικανικό όνειρο που πολλοί το βρίζουν αλλά όλοι το ζηλεύουν.
Έχω μια φωτογραφία, στην οποία διακρίνεται μια μεγάλη διαφημιστική αφίσα από την δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Η αφίσα δείχνει μια υγιή 4μελής οικογένεια και γράφει σε μεγάλη γραμματοσειρά: “το υψηλότερο επίπεδο ζωής στον κόσμο”!
Ακριβώς κάτω από την αφίσα έχει μια σχηματισμένη ουρά άνω των 200 ανθρώπων, οι οποίοι περιμένουν για φαγητό! “Η μεγάλη κατάθλιψη”, που λένε κι οι αμερικάνοι. Στο βιομηχανικό φιλελευθερισμό ή κορπορατισμό, η αστεγία δεν είναι εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Για να διαλυθεί η ουρά για φαγητό, χρειάστηκε 40 εκατομμύρια νεκρούς στο ατλαντικό μέτωπο και μερικά ακόμη στο ειρηνικό. Ο συμπαθής μεταπολεμικός Μαϊκλ δεν τα κατάφερε, χάριν της εργατικότητάς του, αλλά χάριν των ευρωπαϊκών πτωμάτων. Αν ποτέ η εργατικότητα επιβράβευε τον φορέα της, τότε ο μπαρμπα-Θωμάς θα ήταν δισεκατομμυριούχος. Οπότε MAGA και τρίχες κατσαρές.