Ο μυστηριώδης αρχαίος θαλασσοπόρος Πυθέας έδρασε σε μακρινές άγριες θάλασσες κι άγνωστες ακτές, αναζητώντας πηγές σπάνιου πλούτου, ατενίζοντας πρωτοφανή «θαύματα της φύσης»
Του Αναστάσιου Κούζη-Κούζαρου*
Μέσα στη λαύρα της καλοκαιρινής ραστώνης δεν υπάρχει, νομίζουμε, καλύτερη συντροφιά από ένα περιπετειώδες βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν μυστηριώδη αρχαίο θαλασσοπόρο κι εξερευνητή, που δρα σε μακρινές άγριες θάλασσες κι άγνωστες ακτές, αναζητώντας πηγές σπάνιου πλούτου και ατενίζοντας πρωτοφανή «θαύματα της φύσης», που δύσκολα έγιναν πιστευτά από τους συγχρόνους του, μα και μεταγενεστέρους, όταν τους τα διηγήθηκε! Ποιον; Τον Πυθέα τον Μασσαλιώτη!
Η ιστορική αυτή μορφή μάς γοήτευσε, καθώς νοερά ακολουθήσαμε το πολύχρονο ταξίδι της πριν από 2.340 και πλέον χρόνια, παραπλέοντας τις ακτές της Ευρώπης ως τα πέρατα του κόσμου, και βιώσαμε τη «διεύρυνση των ορίων της οικουμένης» μέσα απ’ τις σελίδες του έργου «Πυθέας ο Έλληνας» του καθηγητή της Ευρωπαϊκής Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Barry Cunliffe1!
Ο Πυθέας έχει πατρίδα του τη Μασσαλία, την αποικία που ίδρυσαν οι Φωκαείς περί το 600 π.Χ. στο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της δυτικής Μεσογείου. Οι Φωκαείς, κατά τον Ηρόδοτο, ήσαν οι πρώτοι Έλληνες που πραγματοποίησαν πολύ μακρινά θαλάσσια ταξίδια, φθάνοντας κατά τον «δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό» απ’ τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ως της Γαλλίας και της Ισπανίας. Κατέστησαν δε τόσο «προσφιλείς» στους γηγενείς, ώστε ο μεν βασιλέας Αργαθώνιος της Ταρτησσού, στην Ιβηρική, πέρα απ’ τις Ηράκλειες Στήλες, τους προσκάλεσε να μετεγκατασταθούν, ο δε βασιλέας της Λακυδώνος Νάνος τους πρόσφερε γη στη μεσογειακή ακτή της Γαλλίας, όπου ιδρύθηκε η Μασσαλία, αφού η κόρη του Γυπτίς επέλεξε για μνηστήρα της τον οικιστή Πρωτέα κι έτσι επήλθε η ένωση των Κελτών και των Ελλήνων αποίκων κατά τον μύθο. Η Μασσαλία μεγαλύνθηκε και διαθέτοντας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το καλύτερο του είδους του αριστοκρατικό πολίτευμα, επέκτεινε τον «κόσμο» της στον κόλπο του Λέοντος, ανατολικά στη στενή παραλιακή λωρίδα μεταξύ Μεσογείου και Άλπεων, ιδρύοντας τις πόλεις Ολβία, Αντίπολη και Νίκαια, που ευημέρησαν χάρη στην αμπελοκαλλιέργεια και στο εμπόριο κρασιού, ενώ στα δυτικά ανθούσαν η Αγάθη, το Εμπόριον, στη νότια Ιβηρία, η Σάντα Πόλα, κοντά στη γεμάτη άργυρο Σιέρα Μορένα, και δυτικότερα η πλούσια σε κοιτάσματα αργύρου και χαλκού Ταρτησσός. Αλλά τα δύο πιο περιζήτητα στη Μεσόγειο εμπορεύματα έρχονταν μέσω της κελτικής ενδοχώρας: ο κασσίτερος, απ’ τη μια, από τη νοτιοδυτική Βρετανία και τη Βρετάνη, το βασικό συστατικό του μπρούντζου σε ποσοστό 10% ή 11% του κράματος, πολύτιμου για την κατασκευή ολόκληρης σειράς αντικειμένων. Κι απ’ την άλλη, το κεχριμπάρι από τον Βορρά, πέρα από το γνωστό κόσμο.
Το ταξίδι του Πυθέα, χάρτης του Robin Chevalier
Οι μεσογειακές εμπορικές ισορροπίες διαταράχθηκαν εξαιτίας δύο καθοριστικών γεγονότων: Αφενός η ανάδειξη της Καρχηδόνας σε ηγέτιδα πόλη στην κεντρική και τη δυτική Μεσόγειο, μετά την υποταγή της Τύρου στον Ασσύριο Ναβουχοδονόσορα το 574 π.Χ. Κύριο στόχο της έθεσε τον περιορισμό των θαλάσσιων δραστηριοτήτων των Ελλήνων, με τους οποίους συγκρούεται από τον 6ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ με επίκεντρο τη Σικελία. Αφετέρου, περί το 400 π.Χ. ξέσπασε από τον Βορρά το λεγόμενο «κελτικό μεταναστευτικό ρεύμα», δηλαδή εκτεταμένες μετακινήσεις λαών από τις κοιτίδες τους στον Μάρνη, στον Μοζέλα και τη Βοημία προς τα νότια και ανατολικά.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε ο Πυθέας, ταπεινής καταγωγής, ίσως μια γενιά ή και περισσότερο μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Κέλτες το 396, μάλλον δε ήταν ώριμος, όταν κατέστρεψαν τους Δελφούς το 278. Μπροστά στις προκλήσεις που αντιμετώπιζε η πατρίδα του ο Πυθέας θέλησε να της ανοίξει νέους εμπορικούς δρόμους αναζητώντας τις πηγές του κασσίτερου και του κεχριμπαριού, με οδηγό του τις διηγήσεις των παλαιότερων εμπόρων και τις αμφιβολίες του Ηροδότου για τις απώτατες εκτάσεις της Ευρώπης. Ξεκίνησε, λοιπόν, το 325 π.Χ., χωρίς να είναι ούτε εντολοδόχος της Μασσαλίας ούτε τόσο πλούσιος, ώστε να το χρηματοδοτήσει ο ίδιος, ταξίδι με δική του πεντηκόντορο και πλήρωμα. Έξυπνος καθώς ήταν απέφυγε τον επικίνδυνο περίπλου της Ιβηρικής, επιλέγοντας μια διαδρομή που, από την Αγάθη και τη Ναρβόνη, ακολουθώντας τη χερσαία και ποτάμια οδό ως το Μπορντό, τον έφερε παραπλέοντας ως την Αρμορική, σχεδόν σ’ ένα δεκαήμερο! Σ’ αυτό το «κύρτωμα» της ηπειρωτικής Ευρώπης προς τα δυτικά έστησε ο Πυθέας τον «γνώμονά» του, για να ελέγξει, υπολογίζοντας το ύψος του ήλιου, την προς Βορρά απόστασή του από τον γεωγραφικό παράλληλο της Μασσαλίας. Η πνευματική του περιέργεια τον ώθησε να χαρτογραφήσει το ταξίδι του με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια κι όντως ο γεωγραφικός παράλληλος 48ο 42’ διέρχεται «από την παραλία της Κελτικής στον ωκεανό». Μ’ ένα γεροδεμένο από δρυ και σιδερένιες βίδες πλοίο, κατάλληλο για τα χτυπήματα και τις προσκρούσεις του μανιασμένου Ατλαντικού, πέρασε στην Αλβιώνα με προορισμό την κύρια πηγή κασσιτέρου στη χερσόνησο Λαντ’ς Εντ στην Κορνουάλη, όπου παρακολούθησε την εξόρυξη και εξαγωγή του σε σχήμα αστραγάλων. Τις πληροφορίες που συνέλεξε αξιοποίησε τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα ο ιστορικός Τίμαιος ο Ταυρομένιος, όπως τρεις αιώνες αργότερα ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Από την Κορνουάλη ο Πυθέας κατευθύνθηκε προς Βορρά κατά μήκος της δυτικής ακτής με μικρά ταξίδια από λιμάνι σε λιμάνι, επισκεπτόμενος και το εσωτερικό, εκδηλώνοντας ανθρωπολογικό ενδιαφέρον για τον ντόπιο πληθυσμό. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις του Πολύβιου και του Στράβωνα, ο Πυθέας «διέσχισε όλη τη Βρετανική, που ήταν προσιτή με τα πόδια». Το ταξίδι ως τις Ορκάδες πρέπει να κράτησε λίγους μήνες. Οι μετρήσεις του Πυθέα στη νήσο Μαν (54ο 14’) και το Λιούις (58ο 13’) μας δείχνουν ότι παραπλέοντας τη βόρεια ακτή της Σκοτίας κατευθύνθηκε ανατολικά στις Ορκάδες.
Η «Εσχάτη Θούλη» ως αίσθηση του απώτατου ορίου του γνωστού κόσμου, αποτελεί ένα μυστήριο ως προς τη θέση της και για το αν, άραγε, έφθασε ο Πυθέας εκεί.
Μια καταγραφή του επέτρεψε στον Ίππαρχο να υπολογίσει έναν γεωγραφικό παράλληλο στις 61ο, που συμπίπτει με την απώτατη βόρεια άκρη των Σέτλαντ, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι από εκεί θα μπορούσε να ταξιδέψει προς τις Φερόες και, το πιθανότερο, στην Ισλανδία! Ίσως, ξεκινώντας αρχές του καλοκαιριού με έμπειρους ναυτικούς από τα Σέτλαντ κι ένα γερό πλοίο, με ελαφρύ ξύλινο σκελετό καλυμμένο με δέρματα, μετά εξαήμερο ταξίδι έφθασε ο Πυθέας στη νοτιοανατολική ακτή της Ισλανδίας (62ο-66ο), στη «Θούλη», «τον τόπο που επανειλημμένα του υπέδειξαν οι βάρβαροι ότι δύει ο ήλιος»! Οι αστρονομικές παρατηρήσεις του υπήρξαν συγκλονιστικές: «…η νύχτα είναι εξαιρετικά μικρή, καμιά φορά διαρκεί δύο ώρες και άλλοτε τρεις, με τρόπο ώστε μετά τη δύση, αν και έχει παρέλθει ελάχιστη ώρα, να ανατέλλει αμέσως ξανά ο ήλιος»! Ο Πυθέας αισθάνθηκε να ανατρέπεται όχι μόνο η χρονική, αλλά και η απτή πραγματικότητα αντικρίζοντας στις παρυφές του Αρκτικού Κύκλου τον παγωμένο ωκεανό να γίνεται ένας βαρύς παγωμένος βούρκος και η πηχτή παγωμένη ομίχλη να συγχωνεύει τα πάντα σε ένα μείγμα που έμοιαζε με «θαλάσσιο πνεύμονα», δηλαδή με μία θαλάσσια μέδουσα!
Η Θούλη
Στην επιστροφή παράπλευσε την ανατολική ακτή της Βρετανίας, ενώ δεν δίστασε να φθάσει ως την πηγή του κεχριμπαριού ταξιδεύοντας στην Γιουτλάνδη, στο Σλέσβικ-Χόλσταϊν, κατά μήκος της βόρειας ακτής της Ολλανδίας και στις εκβολές των ποταμών Έλβα, Βέσερ και Εμς.
Οι λεπτομέρειες για τον απώτατο Βορρά καταγράφηκαν με επιστημονική συνέπεια από τον Πυθέα γύρω στο 320 π.Χ. στο έργο του «Περί Ωκεανού», που διαδόθηκε στις βιβλιοθήκες των Αθηνών, της Αλεξανδρείας και της Περγάμου και συντάραξε τους αναγνώστες του. Ο ιστορικός Πολύβιος και ο γεωγράφος Στράβων από φθόνο και αντιζηλία διέσυραν συκοφαντώντας τον Πυθέα ως ψευδολόγο. Όμως, οι σπουδαίοι επιστήμονες Ερατοσθένης και Ίππαρχος τον δικαίωσαν επιτυγχάνοντας ακριβέστατες γεωγραφικές και αστρονομικές μετρήσεις χάρη στα δεδομένα που πρόσφερε ο Πυθέας. Η δε σύγχρονη επιστήμη αναγνώρισε την αξία του, παρομοιάζοντάς τον με τον Κάπτεν Κουκ, τον Κολόμβο, τον Γαλιλαίο και τον Δαρβίνο.
*Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών-Φιλόλογος
1. Barry Cunliffe «ΠΥΘΕΑΣ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 2003.