Η «Μαντάμ Σουσού» δεν μένει πια εδώ…

Η χαρακτηριστική φωνή και το μεγάλο ταλέντο της Άννας Παναγιωτοπούλου «σίγησαν» το Μ. Σάββατο, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό – Κατάφερε αυτό που λίγοι ηθοποιοί πετυχαίνουν σήμερα: κέρδισε την αναγνώριση μόνο από τη δουλειά της, όχι από τις δημόσιες σχέσεις και την αχρείαστη υπερπροβολή. Δεν δέχτηκε να γίνει «προϊόν»

Του Βασίλη Γαλούπη

Υπήρξε μια τηλεοπτική σταρ, αλλά λειτουργούσε με κανόνες αντιστάρ. Ο κόσμος την έμαθε και την αγάπησε μόνο μέσα από τους ρόλους της. Μπορούσε να την αναγνωρίζει ακόμα κι από τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της. Αλλά την προσωπική της ζωή η Άννα Παναγιωτοπούλου ούτε την «πούλησε» ούτε την κρέμασε ποτέ στα μανταλάκια. Κι έτσι κατάφερε αυτό που λίγοι ηθοποιοί πετυχαίνουν σήμερα: κέρδισε την αναγνώριση μόνο από τη δουλειά της, όχι από τις δημόσιες σχέσεις και την αχρείαστη υπερπροβολή. Δεν δέχτηκε να γίνει «προϊόν».

Συστήθηκε στο τηλεοπτικό κοινό με έναν ρόλο υψηλού ρίσκου, παίζοντας τη «Μαντάμ Σουσού», στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το αριστούργημα του Δημήτρη Ψαθά γράφτηκε μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη παρουσίαση του έργου στο θέατρο έγινε το 1940 από τη σπουδαία Μαρίκα Νέζερ. Στη ραδιοφωνική μεταφορά του 1950, πρωταγωνίστρια ήταν η εμβληματική Γεωργία Βασιλειάδου. Το βάρος, μεγάλο…

Όμως, η Άννα Παναγιωτοπούλου στην πρώτη της τηλεοπτική εμφάνιση έγινε γρήγορα η πιο δημοφιλής «Μαντάμ Σουσού», δίνοντας τη δική της ταυτότητα. Προσέδωσε βάθος και μεγαλείο στην ηρωίδα, εντυπωσιάζοντας τους τηλεθεατές.

Η «Μαντάμ Σουσού» της Παναγιωτοπούλου ήταν μια προσωπικότητα γενναιόδωρη και σύνθετη, υπερβαίνοντας τα στάνταρ της ερμηνείας. Ο χαρακτήρας που ενσάρκωσε δεν ήταν μονοδιάστατος. Στο γυαλί δεν βλέπαμε απλά μια «μεγαλομανή γυναίκα του Μπύθουλα». Θα μπορούσε εύκολα με έναν τόσο ιδιαίτερο ρόλο να γίνει ακόμα και αντιπαθής. Συνέβη το αντίθετο. Η ερμηνεία της ισορροπούσε μαεστρικά μεταξύ καρικατούρας, μεγαλείου και τραγωδίας. Κι αμέσως το τηλεοπτικό κοινό αγκάλιασε την Παναγιωτοπούλου, αναγνωρίζοντας το ατόφιο ταλέντο της.

«Στην τηλεόραση θυμάμαι με νοσταλγία τη “Μαντάμ Σουσού” μακράν» έλεγε. «Τη λάτρευα από το βιβλίο, είχα έρωτα με τη “Μαντάμ Σουσού”. Όταν μου την πρότειναν είπα “Χριστέ μου, σε ευχαριστώ!”».

Έναν χρόνο μετά το φινάλε της πρώτης της επιτυχίας, «εγκαινίασε» το άνοιγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα. Το 1989 προβλήθηκε ο πρώτος κύκλος της σειράς «Τρεις Χάριτες» από το Mega, που «αιχμαλώτισε» τους τηλεθεατές μέχρι και το 1992. Ήταν από τις πρώτες σειρές που προβλήθηκαν στη νεοσύστατη ιδιωτική τηλεόραση, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία και «εκκωφαντικά» νούμερα τηλεθέασης. Μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο πετυχημένα σίριαλ. Ακολούθησε το 1995 η «Ντόλτσε Βίτα», που επίσης άρεσε στον κόσμο.

Αν και είχε μπει ήδη σε κάθε σπίτι, η Παναγιωτοπούλου δεν τα πήγαινε καλά με τη δημοσιότητα. «Η αναγνωρισιμότητα με τρελαίνει» έλεγε: «Μ’ αρέσει που αρέσω στον κόσμο, αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά συγχρόνως με κάνει και ντρέπομαι. Η τηλεόραση δεν φτιάχνει σταρ, φτιάχνει συγγενείς. Ένα παιδάκι με ρώτησε κάποτε “με ξέρεις;”. “Όχι” του απάντησα. “Τότε, γιατί σε ξέρω εγώ;” Μπαίνουμε στα σπίτια απρόσκλητοι».

Μπορεί να έκανε κι άλλες επιτυχίες, τόσο τηλεοπτικά όσο και στον κινηματογράφο, με ταινίες όπως το «Safe Sex», όμως τα τελευταία χρόνια έβγαζε μια πικρία για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα στο «γυαλί»:

«Η τηλεόραση έχει γίνει κράτος εν κράτει. Περνά ιδεολογίες, περνά απόψεις, έχει γίνει ένα μέσο ανεξέλεγκτο. Μ’ ενοχλεί πολύ αυτό. Με τους παλιούς μου συναδέλφους νιώθω στενή καλλιτεχνική συγγένεια. Όποτε έχει τύχει να παίξουμε πάλι μαζί, αποδεικνύεται πόσο ισχυροί και κοινοί είναι οι κώδικές μας. Απωθημένα με ρόλους δεν έχω».

Η οικογένειά της, παραδοσιακή και μεγαλοαστική, δεν είχε βρει αρχικά καθόλου καλή ιδέα την απόφαση της νεαρής Άννας να γίνει ηθοποιός. Η μητέρα της την προέτρεπε «να μάθει και μια δουλειά». Την έστειλαν στην Ελβετία να σπουδάσει, πήρε υποτροφία από τον Σύλλογο Νταλκρόζ και μετά πήγε στην Ιταλία. Τελικά, κατέληξε να δίνει εξετάσεις, κρυφά από τους γονείς της, στο Εθνικό. «Όταν το έμαθε η μάνα μου κόντεψε να λιποθυμήσει» θυμόταν: «Ε, μετά συμβιβάστηκε η μητέρα μου. Βέβαια, μέχρι και λίγο πριν πεθάνει, επειδή μ’ έβλεπε να κουράζομαι όλη μέρα και να λείπω από το σπίτι, έλεγε στην αδερφή μου: “Της έλεγα να μη γίνει ηθοποιός! Δεν μ’ άκουγε…” Αλλά εγώ πέρναγα πολύ ωραία».

Από νωρίς εντάχθηκε στην ανανεωτική Αριστερά, παραμένοντας στον χώρο για δεκαετίες. Δεν δίστασε, όμως, να κάνει σκληρή κριτική στον Αλέξη Τσίπρα το 2018, δηλώνοντας απογοητευμένη από τον τότε πρωθυπουργό: «Νομίζω πως ο Τσίπρας έχει διαλύσει την Αριστερά. Τον ψήφισα, αλλά μας κορόιδεψε όλους. Μητσοτάκη δεν θα ψήφιζα ποτέ, πάντως».

Την τελευταία 10ετία, η μοίρα τής επεφύλαξε σκληρές δοκιμασίες. Το 2014 βρήκε τον σύζυγό της νεκρό στο σπίτι τους. Στη συνέχεια πέρασε μια περίοδο κατάθλιψης. Μετά «χτυπήθηκε» από το Αλτσχάιμερ. «Άντεξε» μέχρι το Μεγάλο Σάββατο.

Η Άννα Παναγιωτοπούλου αγαπούσε βαθιά την Ελλάδα και την Αθήνα, γι’ αυτό και την πλήγωνε η αστραπιαία υποβάθμισή τους:

«Η Ελλάδα είναι μια υπέροχη χώρα, και θλίβομαι για το κατάντημά της. Η σημερινή Αθήνα με απωθεί τόσο πολύ, που σε κάθε ευκαιρία φεύγω. Πέρυσι αποτραβήχτηκα στην αγαπημένη μου Τήνο. Ήμουν πανευτυχής δίπλα στη φύση και μακριά από την πόλη. Είναι άλλωστε από τα λίγα μέρη που ακόμα δεν καταστρέψαμε. Αν και φοβάμαι ότι είναι θέμα χρόνου»…

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Ποιες είναι οι πολιτικές πλάτες του τέρατος;

Όταν ακούς επιστήμονες, ειδικούς, οι οποίοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα και στην εξιχνίαση εγκλημάτων να λένε...

Απαγόρευση του TikTok στα παιδιά τώρα!

Η Αυστραλία με μια αποφασιστική κίνηση απαγόρευσε τη χρήση κοινωνικών δικτύων από εφήβους κάτω των 16 ετών, δείχνοντας έναν...

Ο Νίκος Σαργκάνης δεν πέθανε! Πέταξε…

Μπουκάρει μια φορά στην εφημερίδα, στο κανονικό «Ποντίκι», που είχε μόλις μετακομίσει από τη Γερανίου, κάτω από την Ομόνοια,...

Ο φόνος του Μωυσή (Μέρος Α’)

Ειδικές ιστορικές συνθήκες, όπως η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας, σε συνδυασμό με τις συνέπειες που μπορεί...