Της Μαρίας Δεναξά
Η απόπειρα δολοφονίας του πρώην Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη δημόσια ζωή, που έχει να κάνει με την πολιτική βία.
Αρκετές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με κύριο απαιτούμενο την ειρήνη και την ευημερία των λαών, οι δυτικές ηγεσίες είχαν καταφέρει να εξημερώσουν τους δαίμονές τους, να περιθωριοποιήσουν ακραία νεοφιλελεύθερα και καπιταλιστικά παράσιτα και να οικοδομήσουν σχεδόν οικονομικά ανεξάρτητες, καλλιεργημένες, ανεκτικές και ανθεκτικές στις δοκιμασίες κοινωνίες.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης όμως και της κυριαρχίας άπληστων -στα όρια της ψυχοπάθειας- ολιγαρχών το ζητούμενο δεν είναι πια η ειρήνη και η ευημερία των λαών, αλλά η αποστέωση των κοινωνιών μας, με τη μεταφορά του πλούτου, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής, με το διαίρει και βασίλευε, η εξάλειψη κάθε κριτικής σκέψης και διαφορετικής άποψης που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο, με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία του χάους, που θα εδραιώσει την παντοδυναμία τους.
Και βρισκόμαστε ακριβώς σ’ αυτό το σημείο: Σαστισμένες από την ταχύτητα των κοινωνικών και των τεχνολογικών αλλαγών, οι κοινωνίες μας τις τελευταίες δύο δεκαετίες τα έχουν δει όλα, αλλεπάλληλους πολέμους και εντάσεις σε απευθείας μετάδοση σχεδόν σε όλες τις ηπείρους, μια ατελείωτη παγκόσμια οικονομική κρίση, που χρησιμεύει ως δούρειος ίππος για την κατάρρευση των κρατών, των αστικών τάξεων αλλά και την άλωση του φυσικού πλούτου ολόκληρου του πλανήτη. Πιο πρόσφατα την πανδημία, που έπληξε ανεπανόρθωτα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, μετατρέποντάς μας σε λίγο πολύ εχθρούς ο ένας του άλλου και στις μέρες μας απόπειρες δολοφονιών πολιτικών, στους οποίους επιχειρούν να χρεώσουν πως θα φέρουν όλα τα παραπάνω, συν την αναζωπύρωση της πολιτικής βίας.
Σαφώς και η απόπειρα δολοφονίας δεν απαλλάσσει τον Ντόναλντ Τραμπ από την ευθύνη για την απότομη επιδείνωση του πολιτικού κλίματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως μετά την επίθεση των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021, ωστόσο δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε. Στη χειραγώγηση εντός κι εκτός πολιτικής εκείνοι που παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως θύμα ή θιγόμενο αποτελούν εξίσου απειλή για τη βαλλόμενη πανταχόθεν δημοκρατία μας, ίσως και μεγαλύτερη από εκείνον που κατηγορούν.
Όλα αυτά τα χρόνια οι υποτιθέμενοι θιγόμενοι, αξιοποιώντας αριστοτεχνικά τη δύναμη των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, έχουν καταφέρει να επιβάλλουν έναν ολοκληρωτισμό. Μέσα σ’ αυτόν κυριαρχεί η απόλυτη μεροληψία. Είναι ανύπαρκτος ο αντιπολιτευόμενος λόγος, με αποτέλεσμα η ανυποψίαστη κοινή γνώμη να στρέφεται σε πολλές περιπτώσεις πρόσω ολοταχώς ενάντια στα συμφέροντά της, όπως είναι η κατάλυση του κράτους δικαίου. Οι χυδαιότητες, οι συκοφαντίες, οι κανιβαλισμοί, οι ειδήσεις βάσει σεναρίου, η εμπρηστική ρητορική, η αποδόμηση, η δαιμονοποίηση όσων αποκλίνουν ή αμφισβητούν το κυρίαρχο αφήγημα αποκαλούνται «σκληρή κριτική» και ελευθερία της έκφρασης!
Εξτρεμιστές, λοιπόν, υπάρχουν κι από τις δυο πλευρές και, κατά συνέπεια, η αναζωπύρωση της πολιτικής βίας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Απλά τώρα εξυπηρετεί και την αφήνουν να γίνει ορατή, καθώς η ήττα του αντιπάλου, ο οποίος υπόσχεται να επαναφέρει μια τάξη η οποία δεν είναι επιθυμητή, είναι πιο σημαντική από τα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών της και πρέπει να εξασφαλιστεί με κάθε κόστος.
Με λίγα λόγια, την πολιτική βία γέννησαν και διατηρούν κυρίως εκείνοι που ισχυρίζονται πως την καταπολεμούν!