Του Μανώλη Κοττάκη
Από χθες το πρωί που επέκειτο η μετάβαση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη στα γραφεία της Αρχής Απορρήτου Επικοινωνιών προκειμένου να ζητήσει τον φάκελο της παρακολούθησής του από την ΕΥΠ, έχοντας ανά χείρας την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, έμπειροι συνάδελφοι, όπως ο Γιώργος Παπαχρήστος και η Κάτια Μακρή, προεξοφλούσαν με βάση το ρεπορτάζ ότι δεν πρόκειται να βγει τίποτε από αυτή την πρωτοβουλία.
Πρώτον, διότι όλες οι πληροφορίες λένε ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έγινε στόχος παρακολουθήσεων με τη γενικόλογη επίκληση λόγων «εθνικής ασφαλείας», χωρίς να αναφέρεται ρητώς κάτι συγκεκριμένο στα έγγραφα και στην εισαγγελική διάταξη. Δεύτερον, διότι τα ηχητικά αρχεία της παρακολούθησης Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ είχαν καταστραφεί από την υπηρεσία αμέσως μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησής του και, τρίτον, όλα αυτά κάνουν την κυβέρνηση που βλέπει μόνο «επικοινωνία» πίσω από τη χθεσινή πρωτοβουλία του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ να μην ιδρώνει για τυχόν εξελίξεις.
Οι αγαπητοί συνάδελφοι έχουν απόλυτο δίκαιο στην ανάλυσή τους. Αυτό που πρέπει, όμως, να μας εντυπωσιάζει είναι πως κατέστη απλή ρουτίνα, κανονικότης, καθημερινότης να μην μπορεί να βρει κανείς το δίκιο του στην Ελλάδα και να σηκώνουμε όλοι αδιάφορα τους ώμους. Επαναλαμβάνουμε κάθε φορά με βεβαιότητα τις γνωστές φράσεις: «Δεν θα γίνει τίποτα στο τέλος», «θα ξεχαστεί» κ.λπ.
Εάν, όμως, ο αρχηγός του τρίτου κόμματος και δυνάμει πολιτειακός παράγων (υπό την έννοια ότι λαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας επί διερευνητικών εντολών) δεν μπορεί με μια απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ανά χείρας να βρει το δίκιο του και συνθλίβεται στις μυλόπετρες της διοίκησης, που τον παραπέμπει από τον Άννα στον Καϊάφα, τότε πως μπορεί να βρει το δίκιο του ο απλός πολίτης; Μην το ψάχνουμε. Δεν θα το βρει. Άμα δεν το βρίσκει η κορυφή, σιγά μην το βρει η βάση. Και σύντομα η κυβέρνηση θα ανακαλύψει το εξής: Η αδικία στις υποθέσεις των Τεμπών και των υποκλοπών μολύνει τον υδροφόρο πολιτικό ορίζοντα της οικονομίας και ειδικότερα της ακρίβειας. Οι πολίτες σκέπτονται ότι για να γίνονται αυτά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ασκείται πολιτική και για την τσέπη τους. Αυτό δείχνουν, όπως μαθαίνω, με απόρρητες ποιοτικές μετρήσεις.
Η ηθική «κτυπά» την κυβέρνηση στο μαλακό υπογάστριο της οικονομίας. Ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι μεταξύ του αναιδούς κεφαλαίου της κερδοσκοπίας και των συμφερόντων των πολιτών η Πολιτεία επιλέγει να στηρίξει το πρώτο εις βάρος των δεύτερων. Ο κόσμος αισθάνεται «αδειασμένος». Ακόμα και αν ισχύει, όμως, αυτό και η οσμή καταλαμβάνει σιγά σιγά όλη τη χώρα και γίνεται αντιληπτή, αυτό δεν συνιστά παρηγοριά.
Οι θεσμοί δεν κρίνονται στις εκλογές. Οι θεσμοί κρίνονται κάθε μέρα. Κατά τη λειτουργία τους. Εάν η Αρχή Απορρήτου Επικοινωνιών, η οποία είναι, θαρρώ, συνταγματικώς κατοχυρωμένη, δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει μια δικαστική απόφαση που λέει ότι ένας νόμος παραβίασε βάναυσα τις ατομικές ελευθερίες πολίτη (του αρχηγού του τρίτου κόμματος, μάλιστα, όχι ενός τυχαίου προσώπου) και παραβίασε το Σύνταγμα, τότε τι νόημα έχει η ύπαρξή της;
Εάν η διορισμένη από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής Ολομέλεια της Αρχής ερμηνεύσει όπως θέλει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τότε τι νόημα έχει η ύπαρξη της αρχής; Αν είναι έτσι (γράφω καθ’ υπερβολήν), ας τα συγχωνεύσουμε και συνταγματικά όλα, εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική εξουσία, ανεξάρτητες Αρχές, κράτος εν τη ευρεία εννοία, ας γνωρίζουμε ότι ζούμε σε καθεστώς, για να μη στενοχωριόμαστε καθημερινά για την ποιότητα της δημοκρατίας μας, και ας πάμε παρακάτω. Αντί να σκάμε. Θα είναι πιο έντιμο. Δημοκρατία με κατεβασμένα τα χέρια και συμπεράσματα του τύπου «δεν πρόκειται να γίνει τίποτε» δεν νοείται, πάντως.
Τελευταίο αλλά όχι έλασσον: Για να μένει απροστάτευτη μια δημοκρατία, πρέπει να συμπράττουν και οι φρουροί της, διά παραλείψεως τουλάχιστον. Δεν ανοίγουν οι κερκόπορτες χωρίς κοιμώμενους. Στην προκειμένη περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ, που με καθυστέρηση διετίας αναζητεί το δίκιο του για την παρακολούθηση του αρχηγού του, πρώτον ψήφισε τη ρύθμιση με την οποία ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας απαγόρευσε καθολικά στους παρακολουθουμένους να αναζητούν τους φακέλους της παρακολούθησής τους! Αναζήτησα τα σχετικά πρακτικά και σε αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή ένσταση από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ για τη νομοθέτησή της. Τον ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, εκπροσωπούσε εκείνη την ημέρα ο μετριοπαθής δικαιωματιστής δικηγόρος από τη Δράμα, ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ συμπεριφέρθηκε με εντελώς παθητικό και ενοχικό τρόπο όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών, τον Αύγουστο του 2022. Εάν εκείνη τη στιγμή ο κ. Ανδρουλάκης είχε συνεννοηθεί με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και απαιτούσαν τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής επί ποινή την επ’ αόριστον αποχώρησή τους από τις εργασίες της Βουλής και στο τέλος την παραίτηση από τις έδρες τους για να γίνουν αναπληρωματικές εκλογές, πολλά πράγματα θα είχαν γίνει διαφορετικά. Αλλά εκείνοι επέδειξαν δειλία έναντι του εαυτού τους και έναντι της χώρας.
Τώρα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, με τα αποδεικτικά στοιχεία κατεστραμμένα και ενώ η Δικαιοσύνη δεν έχει απαντήσει ακόμη ποιος έκανε τις υποκλοπές (!), ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ζητά τον φάκελό του. Μάταιος κόπος. Η κυβέρνηση, όπως συνέβη και με τους φακέλους το 1989, έρριψε τα ανομήματά της στην υψικάμινο της λήθης.
Ο Κασσελάκης δήλωσε ευθέως ότι ο Ανδρουλάκης “είναι εκβιαζόμενος”.