Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Οι αγρότες αποχώρησαν χθες, αφού προηγήθηκε η «κάθοδός» τους με τα τρακτέρ στην Αθήνα. Εντυπωσιακό μεν το όλο σκηνικό, αλλά ο απολογισμός σε τι συνοψίζεται, άραγε; Και η συμμετοχή είχε τις απαιτούμενες διαστάσεις, τον όγκο που θα μπορούσε όντως να ταρακουνήσει την κυβέρνηση;
Οι όποιες αποφάσεις ληφθούν στα μπλόκα για τα επόμενα βήματα δεν είναι καθόλου βέβαιο, μάλιστα, ότι θα φέρουν στην πράξη οποιαδήποτε κλιμάκωση. Έτσι κι αλλιώς, το κέντρο βάρους μεταφέρεται σε περιφερειακό επίπεδο, την ίδια ώρα που από το Μαξίμου προβλέπουν «εκφυλισμό» των κινητοποιήσεων. Το είπε και ο κ. Μητσοτάκης, εντελώς αλαζονικά, από την παραμονή του συλλαλητηρίου, κατά τη συνέντευξή του στο Star.
Με δεδομένο όμως ότι ξεσηκωμός υπάρχει και σε άλλους τομείς, το ερώτημα που απασχολεί επιτελεία και αναλυτές είναι αν και σε ποιο βαθμό αυτά τα κοινωνικά μέτωπα μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά στην κυβέρνηση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το καζάνι βράζει, από την εκπαίδευση και την Υγεία έως την ασφάλεια και τον χώρο της εργασίας, αλλά αυτό που μέχρι στιγμής καταγράφεται είναι επιμέρους φθορές, οι οποίες ασφαλώς δεν επηρεάζουν τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων.
Τα κοινωνικά μέτωπα είναι πολλά, αλλά είναι και διάσπαρτα. Οι επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες που κινητοποιούνται αντιδρούν, γιατί πλήττονται από την κυβερνητική πολιτική, αλλά δεν υπάρχει -αυτή τη στιγμή τουλάχιστον- ένας σαφής κοινός παρανομαστής. Τα αιτήματα είναι επιμέρους, ενιαίο «διά ταύτα» δεν υπάρχει.
Η αδυναμία αυτή δεν μένει ανεκμετάλλευτη από την κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε να «βομβαρδίσει» μέσα σε πυκνό χρονικό διάστημα την ελληνική κοινωνία με όλες τις επίμαχες «μεταρρυθμίσεις», όπως τις ονομάζει. Το κάνει με καταιγιστικό ρυθμό, χωρίς ανάσα από τη μία στην άλλη κατά κυριολεξία, δίχως να έχει τελικά απέναντί του ένα συμπαγές και συγκροτημένο μέτωπο.
Η στόχευσή του είναι προφανής: Αφού δεν συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια, επιταχύνει, ώστε να κλείσει όσο γίνεται ταχύτερα αυτός ο κύκλος και να έχει μπροστά του ικανό χρονικό διάστημα έως τις ευρωεκλογές για να απορροφήσει, όπως ελπίζει, την όποια φθορά προκαλείται τώρα.
Kαι ενώ η κοινωνική αντίδραση είναι περισσότερο υπόκωφη και ασυντόνιστη, από την άλλη πλευρά εξακολουθεί να μην «υπάρχει» και αντιπολίτευση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αποσυντίθεται ολοένα περισσότερο, όπως μαρτυρούν και οι εξελίξεις των τελευταίων εικοσιτετράωρων.
Η Ιστορία ποτέ δεν είναι βεβαίως ευθύγραμμη και μάλιστα σε περιόδους αστάθειας, όπως η τωρινή, οι ανατροπές μπορεί να έχουν και το στοιχείο της έκπληξης. Επί του παρόντος, όμως, για να μη μείνουν «τυφλές» όλες αυτές οι κινητοποιήσεις, η ανάγκη διαμόρφωσης ολοκληρωμένων και πειστικών εναλλακτικών λύσεων είναι πλέον αδήριτη.