Η ατζέντα με την Ουάσινγκτον «βαραίνει συνεχώς με πολλά θέματα», προκαλώντας διλήμματα στο Μέγαρο Μαξίμου ως προς την ευθυγράμμισή του με τις προτάσεις των ΗΠΑ
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντόνι Μπλίνκεν στις 6 Ιανουαρίου, καθώς και η τηλεφωνική επικοινωνία τους της 22ας Ιανουαρίου επιβεβαίωσαν το άριστο διμερές κλίμα, αλλά και την -έως τώρα, τουλάχιστον- διστακτικότητα της ελληνικής πλευράς να υλοποιήσει ορισμένες δεσμεύσεις της.
Η συνισταμένη των σχολίων ξένων διπλωματών στην Αθήνα είναι ότι, αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη καυχάται διαχρονικά πως δεν διστάζει μπροστά στο λεγόμενο «πολιτικό κόστος», καθυστερεί εμφανώς στις τελικές αποφάσεις. Αρκετοί δε Έλληνες συνάδελφοί τους επισημαίνουν ότι τον τελευταίο μήνα η ατζέντα με την Ουάσινγκτον «βαραίνει συνεχώς με πολλά θέματα», προκαλώντας διλήμματα στο Μέγαρο Μαξίμου ως προς την ευθυγράμμισή του με τις προτάσεις των ΗΠΑ ή την οχύρωσή του πίσω από μετριοπαθέστερες επιλογές της Ε.Ε.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τρέχουσες επαφές Αθήνας – Ουάσινγκτον αφορούν κυρίως τα μαχητικά F-35, τον διεθνή συνασπισμό κατά των Χούθι και τη στήριξη της Ουκρανίας.
Για την Αθήνα, επείγον ζήτημα αποτελεί η επανεκκίνηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών μεταξύ της διοίκησης Μπάιντεν και του Κογκρέσου για τα F-35. Οι διαδοχικές αναβολές επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις για de facto σύνδεση του ελληνικού αιτήματος με την έγκριση του εκσυγχρονισμού των τουρκικών F-16 και άλλα θέματα (στάση του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν στις κρίσεις της Συρίας, της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής και σχέσεις του με το Κρεμλίνο). Αν τελικά η Τουρκική Εθνοσυνέλευση και ο κ. Ερντογάν τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για την άρση του βέτο ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και αν -μόνον κατόπιν αυτού- υπάρξει ανακοίνωση για τα ελληνικά F-35, τότε θα έχει γίνει σαφές ότι η γραφειοκρατική απεμπλοκή δεν ήταν αποτέλεσμα παρεμβάσεων της ελληνικής κυβέρνησης. Τις περασμένες ημέρες η Αθήνα έθεσε, επανειλημμένα και έντονα, το ζήτημα στην Ουάσινγκτον, αξιώνοντας η ανακοίνωση για τα F-35 να γίνει όσο το δυνατόν νωρίτερα. Η -συνήθης- προτεραιότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αφορά το επικοινωνιακό σκέλος, αλλά το ζήτημα είναι και πολύ ουσιαστικό. Γιατί η μη αποσύνδεση (ούτε σε αυτή τη φάση) θα οδηγήσει στη νέα de facto σύνδεση ελληνικών και τουρκικών αιτημάτων αμυντικών προμηθειών και στο μέλλον υπό το αμερικανικό σκεπτικό τήρησης των ισορροπιών μεταξύ συμμάχων στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο μεταξύ, η Ουάσινγκτον αναμένει την οριστική απάντηση του κ. Μητσοτάκη για συμμετοχή της Ελλάδας και στη δεύτερη επιχείρηση των ομονοούντων κρατών κατά των Χούθι της Υεμένης, η οποία ίσως απαιτήσει την εκτέλεση χερσαίων αποστολών. Οι ΗΠΑ θεωρούν αυτονόητη τη συναίνεση του πρωθυπουργού με σκοπό την προστασία των συμφερόντων της ελληνικής ναυτιλίας και της οικονομίας και την οριστική εξάλειψη της απειλής. Ωστόσο στην Αθήνα, πέραν της επιβεβαιωμένης συμμετοχής στη -λιγότερο επικίνδυνη- ναυτική επιχείρηση Prosperity Guardian στην Ερυθρά Θάλασσα, επικρατεί ανησυχία για τι μπορεί να προκύψει κατόπιν μιας ανοιχτής αντιπαράθεσης με τους ακραίους ισλαμιστές. Δικαίως ή αδίκως, η αμερικανική πλευρά φέρεται ότι είχε σχηματίσει την εντύπωση (μετά την επίσκεψη Μπλίνκεν) ότι ο κ. Μητσοτάκης θα απαντούσε εντός 10ημέρου, αλλά αυτό δεν συνέβη. Στο διάστημα που μεσολάβησε η Γαλλία διαφώνησε με τις ΗΠΑ ακόμα και για την Prosperity Guardian, ενώ η Γερμανία εμφανίζεται πιο θετική, αλλά υπό την προϋπόθεση έγκρισης αποστολής της Ε.Ε. και όχι της εκδοχής των (αόριστων νομικά) ομονοούντων κρατών. Πάντως, λόγω της αναποφασιστικότητας της Αθήνας και της αμερικανικής κατανόησης για το πολιτικό κόστος που φοβάται ο κ. Μητσοτάκης, η Ουάσινγκτον, αντί της ανάμειξης δυνάμεων, ίσως θα αποδεχόταν την απλούστερη λύση της συμμετοχής Ελλήνων αξιωματικών στο επιτελείο των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, μετά την πρόσφατη -πρωτοφανή- απόρριψη εκ μέρους του Μεγάρου Μαξίμου προτεινόμενου δανείου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα προγράμματα FMF, οι ελληνοαμερικανικές διαβουλεύσεις επικεντρώνονται πλέον σε μια χρηματοδοτική διευκόλυνση ύψους 200.000.000 δολαρίων.
Όμως η μεγάλη διαφορά συγκριτικά με το επωφελές δάνειο των 2 δισ. (που θα χρηματοδοτούσε, πιθανώς, και μέρος του προγράμματος των F-35) είναι ότι η διευκόλυνση θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυρίως ως αποζημίωση για την αποστολή ελληνικού πλεονάζοντος υλικού στην Ουκρανία. Η πρόταση της Ουάσινγκτον υποβλήθηκε με τη λογική ότι διευκολύνει την τήρηση της εκκρεμούς υπόσχεσης για νέο υλικό που έδωσε -μόνος του και χωρίς αμερικανικές προτροπές- ο κ. Μητσοτάκης κατά τη συνάντησή του, τον περασμένο Αύγουστο, με τον πρόεδρο Β. Ζελένσκι. Αν και, όπως είναι επιβεβλημένο, τηρείται αυστηρό απόρρητο για το είδος τού προς αποστολή υλικού, το πιθανότερο είναι ότι θα απορριφθεί εκ νέου η ιδέα παραχώρησης αντιαεροπορικών συστημάτων και θα προτιμηθεί η παροχή μεγάλων ποσοτήτων πυρομαχικών.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη