Τα πρόσφατα «μέτρα αντιμετώπισης της οπαδικής βίας» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση κρίνονται ως προσχηματικά, φυσικά ανεπαρκή και ατελέσφορα
Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Ο Γάλλος συγγραφέας, ιατρός και κοινωνιολόγος Γκιστάβ Λε Μπον στο βιβλίο του «Η ψυχολογία των επαναστάσεων» μεταξύ άλλων αναφέρει: «Όταν αυτές οι δύο κατηγορίες, οι συστηματικοί εγκληματίες και οι περιστασιακοί κακοποιοί, ενωθούν, διαρθρώνουν έναν πανίσχυρο στρατό που αποδείχνεται ιδιοφυής στις κοινωνικές αναταραχές. Δεν υπήρξαν επαναστατικοί πρωτεργάτες, θρησκευτικοί θεμελιωτές ή ιδρυτές πολιτικών κομμάτων που να μη χρειάστηκαν επιτακτικά αυτά τα κατακάθια».
Η αλήθεια των λόγων του καταφαίνεται εμφατικά στα γεγονότα της οπαδικής βίας, όπου εγκληματικά στοιχεία βρίσκουν άσυλο για την εκδήλωση των παραβατικών και δολοφονικών συμπεριφορών τους υπό το κάλυμμα της «οργανωμένης υποστήριξης της ομάδας τους». Θα μπορούσε άνετα να ισχυριστεί κανείς ότι και ο χώρος αυτός, όπως και αυτοί των διάφορων ανά την Ελλάδα «καταλήψεων», χρησιμοποιείται ως ένα «κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων» εν αναμονή κοινωνικών ή πολιτικών εξελίξεων που κάποιοι ονειρεύονται ή και σχεδιάζουν.
Η Πολιτεία δείχνει ανίκανη να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και επιλέγει συνήθως να κρύψει τις ευθύνες της πίσω από εξαγγελίες της για «πάταξη της βίας», αλλά και λόγω της απροθυμίας της να συγκρουστεί με επιχειρηματικά συμφέροντα που τη στηρίζουν, αν όχι που την ποδηγετούν και την κατευθύνουν.
Τα πρόσφατα «μέτρα αντιμετώπισης της οπαδικής βίας» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του αστυνομικού επιβεβαιώνουν αυτήν την πραγματικότητα, αφού κρίνονται ως προσχηματικά, φυσικά ανεπαρκή και ατελέσφορα. Η βασική λανθασμένη προσέγγιση του θέματος είναι ότι η αντιμετώπιση της λεγόμενης οπαδικής βίας περιορίζεται μόνο στον χώρο του ποδοσφαίρου και μάλιστα διαβαθμίζεται ανάλογα με την κατηγορία και το οπαδικό μέγεθος των ομάδων. Η παράμετρος, δηλαδή, της δράσης εγκληματικών στοιχείων, με κίνητρα είτε απλώς ποινικά είτε και πολιτικά, που έχουν παρεισφρήσει και χρησιμοποιούν αθλητικές δομές και συλλογικότητες, είναι κάτι που απλώς η κυβέρνηση «πρόκειται να το ερευνήσει», όπως τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος!
Να ερευνήσει τι ακριβώς; Δεν της αρκούν οι μέχρι σήμερα δολοφονίες νέων ανθρώπων; Ούτε όσα στοιχεία βρέθηκαν κατά καιρούς σε εφόδους της Αστυνομίας στα γραφεία οπαδικών συλλόγων; Ούτε οι πασιφανείς στενές σχέσεις μερίδας οπαδών με ποινικούς και καταληψίες;
Όλα αυτά, βεβαίως, αποτελούν την κορυφή μιας παθογένειας που είναι διάχυτη μέσα στην ελληνική κοινωνία. Που δεν είναι πια κοινωνία, αφού έχει χάσει τις κοινά αποδεκτές αξίες της και τα μέλη της είναι πια απλές μονάδες, χωρίς ιδανικά, όνειρα και φιλοδοξίες. Η κοινωνία έχει μεταβληθεί από λαό σε όχλο, με «μία μεταβατική και πρόσκαιρη νοοτροπία, όπου η σταθερότητα της προγονικής ψυχής τού είναι άγνωστη» (Λε Μπον, όπ.π.). Κι αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας Πολιτείας που έχει από καιρό αποποιηθεί τον ρόλο της και το καθήκον της να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά της, να τους μετουσιώσει σε πολίτες έτοιμους να την υπερασπιστούν απέναντι σε κάθε πρόκληση.
Αρωγός σε όλη αυτή την παθογένεια μία μεγάλη μερίδα του εκδοτικού και δημοσιογραφικού κατεστημένου που προωθεί με τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα του ένα συγκρουσιακό κλίμα μέσα στην κοινωνία, ιδιαίτερα στα νεαρά μέλη της. Κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στον αθλητικό έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Αν η Πολιτεία δεν ανακτήσει τον παιδαγωγικό της ρόλο, καθετί άλλο που προβάλλεται ως «μέτρο» αντιμετώπισης αυτής της παθογένειας αποτελεί προσβολή της ίδιας αλλά και της νοημοσύνης μας. Είναι βέβαιο ότι και αυτά τα «μέτρα» θα αποδειχθούν ανίκανα να δώσουν λύσεις, αφού προέκυψαν από μία αναγκαιότητα και όχι από μία επάρκεια κοινωνικής θέλησης για ζωή…
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»