Του Γιώργου Κ. Στράτου
Η τύχη της λέξεως «εμπάθεια» στη γλώσσα μας εμπεριέχει έναν ανησυχητικό συμβολισμό για το πώς παραλάβαμε τις έννοιες και πώς τις καταλήξαμε! Όπως γράφει ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο λεξικό του, «Η λέξη εμπάθεια (από το αρχαίο εμπαθής) είναι μια ελληνιστική λέξη που σήμαινε αρχικά “το έντονο πάθος”, για να εξελιχθεί στη σημασία “κακότητα, προκατειλημμένη αρνητική ή εχθρική στάση”. Η λέξη ελήφθη από την αγγλική ως empathy για να δηλώσει “τη συμμετοχή στο πάθος, σ’ αυτό που παθαίνει κάποιος και υποφέρει, στη δυστυχία τού άλλου μέχρι πλήρους ταυτίσεως” και, τελικά, “τη συμπάθεια, τη συμπόνια”. Έφτασε δηλαδή να δηλώνει ακριβώς αντίθετο της ελληνικής λέξης εμπάθεια!»
Αντιστοίχως ως εμπαθής, στα αρχαία ελληνικά και στην ελληνιστική κοινή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, χαρακτηριζόταν ο άνθρωπος που βρισκόταν σε κατάσταση συγκίνησης ή πάθους, ενώ στη νέα ελληνική το επίθετο χρησιμοποιείται για πρόσωπα που αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, εναντίον κάποιου.
Ας σταθούμε στην αρχική σημασία που χαρακτηρίζει ανθρώπους με πάθος. Το διαθέτουν όσοι αγαπάνε πολύ κάτι. Όσοι έχουν βιωματική σχέση με αυτό και άρα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν γνήσια συναισθήματα εξαιτίας του. Όσοι νιώθουν την εσωτερική ανάγκη να υπερασπιστούν πρόσωπα και καταστάσεις. Προφανώς και δεν αναφερόμαστε στο «άρρωστο» πάθος των φανατικών. Αλλά σ’ εκείνο που ζωντανεύει τις παρέες, τις συζητήσεις και συντηρεί τις μνήμες, δίνοντάς τους τον αέρα των ειλικρινών ανθρώπινων σχέσεων. Αυτούς τους ανθρώπους τούς αναζητάμε και τους ξεχωρίζουμε. Να παραδεχθούμε ότι ολοένα και λιγοστεύουν ανάμεσά μας. Κάτι η κούραση και οι ρυθμοί της καθημερινότητας, οι απογοητεύσεις που προσθέτουν διαρκώς η ηλικία και η εμπειρία μας, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα «πολιτικής ορθότητας» που μας αναγκάζει να στρογγυλεύουμε τα λόγια μας μέχρις ακυρώσεως αυτού που θέλουμε να πούμε (!), ούτε έχουμε ευκαιρίες να παθιαστούμε. Αλλά κι όταν αυτό, σπανίως πια, μας συμβαίνει, ούτε τολμάμε να το εκφράσουμε μήπως και θεωρηθούμε γραφικοί. Εκτός από τον εαυτό μας, συγκρατούμε και τους δικούς μας ανθρώπους όταν είναι έτοιμοι να πουν μια κουβέντα παραπάνω ή να εκφραστούν πιο ελεύθερα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και βαρετά. Συνευρέσεις ανούσιες μεταξύ ανθρώπων που ό,τι είχαν να πουν το είπαν, συζητήσεις αδιάφορες, του «γλυκού νερού», και «καληνύχτες» που μας αφήνουν το συναίσθημα ακόμα μίας χαμένης βραδιάς.
Επειδή τα βράδια μας περιορίζονται ευθέως ανάλογα με τους φίλους μας, θα ήθελα με αυτές τις γραμμές να υπερασπιστώ τους εναπομείναντες… εμπαθείς! Ας τους αφήσουμε να εκφραστούν, ας τους παρακινήσουμε γι’ αυτό, ας αντέξουμε την έντασή του λόγου τους και ας επωφεληθούμε από την αλήθεια τους που καταθέτουν ενώπιόν μας. Γίνονται τόσο σπάνια πια όλα αυτά, που δεν είναι για να τα χάνουμε. Σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που πάρα πολλοί ενώ είναι σοβαρά εκτεθειμένοι για πράξεις ή παραλείψεις τους, καμώνονται τους καθωσπρέπει, ας ενθαρρύνουμε όσους ακόμα τολμούν να εκτεθούν λόγω της γνησιότητας των συναισθημάτων τους. Θα ‘ναι μεγάλο το κέρδος μας.