Του Δημήτρη Γαρούφα*
Αναντίρρητα κάθε πολιτική δράση που στηρίζεται στη βία κι εκφράζεται με βία είναι καταδικαστέα από όπου κι αν προέρχεται. Οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις που αρνούνται τους κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος συνήθως επιδιώκουν προβακατόρικα βίαιη αντιμετώπισή τους για να καταγγέλλουν την κρατική βία και να επιτυγχάνουν κάποιας μορφής νομιμοποίηση στη συνείδηση κάποιων πληθυσμιακών ομάδων. Με λίγα λόγια, στοχεύουν στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στην κρατική εξουσία, με την πίστη ότι η ανασφαλής εκτελεστική-κρατική εξουσία θα γίνει έκδηλα καταπιεστική, με παραβίαση των θεσμών της δημοκρατίας, για να μπορούν να παρουσιαστούν στη συνείδηση κάποιων ως δήθεν αγωνιστές υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.
Γι’ αυτό σε μια πραγματικά δημοκρατική χώρα η κρατική εξουσία πρέπει να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα με απόλυτη ψυχραιμία και με τη συνείδηση ότι η δύναμη της δημοκρατίας βρίσκεται στην ουσιαστική λειτουργία των θεσμών, ακόμα κι όταν οι θεσμοί πλήττονται από ακραίες πολιτικές δυνάμεις που τους αρνούνται, όταν, δηλαδή, δεν αλλοιώνονται οι θεσμοί και δεν μεταβάλλεται η ψυχολογία του πολίτη.
Τα έχουμε ξαναγράψει και σε αυτή τη στήλη αλλά τα επισημαίνουμε και πάλι για πολλοστή φορά ότι πρωταρχικά πρέπει η Πολιτεία, με ουσιαστική λειτουργία των θεσμών, να αναζητά και να εξαλείφει τις αιτίες που εκτρέφουν ακραίες πολιτικές δυνάμεις και ταυτόχρονα να προστατεύει με νέους θεσμούς το δημοκρατικό πολίτευμα, μη επιτρέποντας την αλλοίωση του πυρήνα του. Στη χώρα μας, λόγω πολυετούς οικονομικής κρίσης και υπολειτουργίας των θεσμών, αλλά και διαφθοράς μερίδας του πολιτικού προσωπικού, ενισχύθηκαν ακραίες πολιτικές δυνάμεις και παρουσιάστηκαν φαινόμενα ρατσιστικής συμπεριφοράς και τυφλής βίας. Είναι βέβαιο ότι αν οι θεσμοί λειτουργούσαν σωστά, αν δεν υπήρχε οικονομική κρίση, αν οι πολίτες δεν ένιωθαν ότι βιώνουν αδιέξοδες καταστάσεις, αν είχε αξιοπιστία ο πολιτικός κόσμος, οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις θα εκπροσωπούσαν κάποια αμελητέα χιλιοστά του εκλογικού σώματος. Αλλά όταν οι πολίτες στοιχίζονται στη λίστα των ανέργων και γονατίζουν από τους φόρους, όταν βλέπουν διαχρονικά ότι η εκάστοτε κυβέρνηση διορίζει χιλιάδες μετακλητούς υπαλλήλους από τον «κομματικό σωλήνα» και προχωρούν, επίσης, σε αναξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, τότε μαυρίζει το μάτι τους και τυφλά και αδιέξοδα, δυστυχώς, οδηγούνται στα άκρα, θέλοντας κυρίως να εκδικηθούν το πολιτικό σύστημα.
Οι πολιτικοί μας, αν είχαν μελετήσει Θουκυδίδη, θα καταλάβαιναν ότι πρέπει πρωτίστως να αναζητούν και να εξαλείφουν τις αιτίες των γεγονότων και ότι η ασθένεια δεν θεραπεύεται μόνο με την καταπολέμηση των συμπτωμάτων της. Γιατί αν οι θεσμοί λειτουργήσουν πραγματικά, αν οι πολιτικοί μας λειτουργήσουν ως πραγματικοί ηγέτες, συμμετέχοντας εμφανώς στις θυσίες των πολιτών, τότε θα αποκτήσουν αξιοπιστία, θα τους σέβονται οι πολίτες και τα άκρα θα περιοριστούν πάλι σε κάποια χιλιοστά του εκλογικού σώματος.
Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση ακραίων πολιτικών δυνάμεων που εκδηλώνονται με φαινόμενα βίας και ρατσισμού δεν πρέπει να παραμερίζονται στοιχειώδεις παραδοχές του νομικού μας πολιτισμού. Το κράτος δικαίου δοκιμάζεται κι αποδεικνύει την αντοχή του κυρίως σε περιστάσεις σαν αυτές. Όλοι μας και κυρίως οι νομικοί, καταδικάζοντας απερίφραστα τις εγκληματικές πράξεις ακραίων πολιτικών δυνάμεων, πρέπει παράλληλα να φροντίζουμε για την τήρηση με ευλάβεια του νομικού πλαισίου, που στηρίζεται στην ύπαρξη συνθηκών δίκαιας δίκης. Πρέπει να διαφυλάξουμε αλώβητες τις αρχές του Συντάγματός μας και του νομικού μας πολιτισμού, γιατί αυτή θα είναι η καλύτερη απάντηση στις ακραίες πολιτικές δυνάμεις, γιατί έτσι δείχνουμε τη δύναμη της δημοκρατίας, αλλά και φωτίζουμε ταυτόχρονα τη γύμνια των ακραίων πολιτικών δυνάμεων.
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Στη θεωρία όλσ καλά κι όλα ωραία.
Στην πραγματική ζωή όμως, “δημοκρατία” είναι μια σκληρή χούντα, κατασκευασμένη για ηλίθιους πολίτες.