Του Ηρακλή Ρούπα*
Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα «απειλεί» την Κομισιόν με μήνυση γιατί το σχέδιο Rearm Europe δεν «πέρασε» από το Ευρωκοινοβούλιο. Τι πλησιέστερο του «βέτο» από έναν θεσμικό φορέα της Ε.Ε. προς άλλο θεσμικό φορέα; Εξελίξεις πρωτόγνωρες αλλά χαρακτηριστικές τού τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Ξαφνικά το περιβάλλον αλλάζει. Οι διεθνείς εξελίξεις θέτουν τη συνοχή της Ε.Ε. υπό αμφισβήτηση. Σε τέτοιο βαθμό, που εύλογα τίθεται το ερώτημα αν η «έλευση» Τραμπ θα αποτελέσει το «πρόσχημα» για μία νέα αναδιάταξη εσωτερικής ισχύος των χωρών της Ε.Ε. με σαφή χαρακτηριστικά επιπλέον ισχυροποίησης μίας κλειστής ομάδας εις βάρος του συνόλου.
Ο πρόεδρος Τραμπ εξήγγειλε τη «Liberation Day» για την αμερικανική οικονομία. Η Ευρώπη -αν και θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη- βρέθηκε ξαφνικά σε ένα άγνωστο περιβάλλον «προστατευτισμού». Ως επακόλουθο διαμορφώνονται οι αναγκαίες συνθήκες επαναχάραξης των εμπορικών αναπτυξιακών, οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών των χωρών της Ευρώπης. Κατά συνέπεια, η Ε.Ε. θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, γεγονός που θα φέρει νέες ισορροπίες στη βιομηχανία και τη μεταποίηση, προκαλώντας ευρύτερη αναδιάταξη πολιτικών, κοινωνικών και διακρατικών συσχετισμών.
Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ίσως τώρα είναι η κατάλληλη περίοδος η κυβέρνηση να διαμορφώσει τη σχέση της χώρας με την Ε.Ε. σε νέα βάση, με πιο «αντιδραστικά» χαρακτηριστικά με στόχο την -μέσω ενισχυμένης διαπραγμάτευσης- επίτευξη των αναγκαίων προσαρμογών με βάση τις ιδιαιτερότητες της χώρας και μόνον. Ίσως βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο καμπής όπου η χρήση του «βέτο» θα πρέπει να αποτελέσει το νέο δυναμικό στοιχείο στις «διεκδικήσεις» μας έναντι των εταίρων.
Καθίσταται αναγκαιότητα για τη χώρα μας η συμμετοχή της στη νέα εσωτερική διαπραγμάτευση με τα «όπλα» που της δίδονται για τον επαναπροσδιορισμό -αν όχι τη μερική «ακύρωση»- των υφιστάμενων δεδομένων βάσει των οποίων αναδεικνυόταν επί δεκαετίες η πολιτική της Ε.Ε. Η έννοια «κοινή βιομηχανική και αγροτική πολιτική» που σε κάθε περίπτωση δεν αναδείκνυε παρά ελάχιστα κοινά οφέλη για όλα τα μέλη της Ε.Ε., θα χάσει με ραγδαίους ρυθμούς την ισχύ της στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον.
Η διαμόρφωση μιας πιο «δυναμικής» διαπραγματευτικής τακτικής θα πρέπει να αξιολογηθεί με όρους «κόστους-οφέλους». Η περίοδος είναι κατάλληλη να γίνει μία συνολική αξιολόγηση του κατά πόσο τα οφέλη από τη μη εναρμόνιση με ορισμένες ευρωπαϊκές οδηγίες μη ευνοϊκές για την χώρα καλύπτουν όποια πρόστιμα τυχόν επιβάλλονται για τη μη εναρμόνιση. Πιθανώς να αναδειχθεί το γεγονός ότι αν αναλύσουμε σειρά μέτρων και κανόνων που προωθούνται από την Ε.Ε. εδώ και χρόνια, θα φανεί πως μεγάλος αριθμός των πολιτικών που προωθούνται δεν στοχεύουν στο συνολικό θετικό αποτύπωμα για όλες τις χώρες της Ε.Ε., αλλά για εκείνες που «ελέγχουν» τα κανάλια της γραφειοκρατίας.
Ας υποθέσουμε. κατά συνέπεια, ότι αλλάζουμε τακτική προσέγγιση ως χώρα. Έχει υπολογισθεί ποιο θα ήταν το κόστος της μη προσαρμογής της Ελλάδος προς Οδηγίες της Ε.Ε.; Ποιο θα ήταν το όφελος της στάσης αυτής; Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη της χώρας -ειδικά με τη νέα διεθνή πραγματικότητα- αποτελεί το διαχρονικό ζητούμενο. Πόσο επιβαρύνουν την ανάπτυξη της χώρας οι διάφορες οδηγίες, κανόνες και νόμοι που αποφασίζονται κατά πλειοψηφία με γνώμονα τα συμφέροντα των ισχυρών του Βορρά; Την ίδια στιγμή που οι εκπρόσωποί μας στα διεθνή φόρα μάλλον προάγουν την έννοια των «δημοσίων σχέσεων», παρά πολιτικές προς όφελος της χώρας.
Έχει αναλυθεί σε ποιο βαθμό το πεδίο των ψηφισμένων προσαρμογών συνολικά -χωρίς να αναδεικνύουν το εκσυγχρονιστικό στοιχείο ούτε να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ομογενοποίηση των λειτουργιών των κρατών-μελών- έρχεται σε αντίθεση με την υγιή αναπτυξιακή κουλτούρα της χώρας; Έχει προβληματιστεί κανείς διαχρονικά στις κυβερνήσεις σε ποιο βαθμό «επιβαλλόμενες» οδηγίες διαμορφώνουν πεδία συγκεντρωτισμού, κοινωνικών ανισορροπιών και αποκλεισμών;
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, μήπως για ένα τύπου ελληνικό «Liberation Day» έχει φθάσει ο καιρός να γίνει σε βάθος ανάλυση των πραγματικών επιπτώσεων των μέχρι σήμερα ευρωπαϊκών οδηγιών. Να γίνει η καταμέτρηση κόστους-οφέλους (cost-benefit), με στόχο η έννοια της διαπραγμάτευσης να αποκτήσει στοιχεία δυναμικής παρέμβασης. Άλλωστε, μετά τους υπό διαμόρφωση νέους όρους του παγκόσμιου εμπορίου, η συνολική επιβίωση της Ε.Ε. φαίνεται πλέον να μην αναδεικνύεται ως συλλογική στόχευση. «Περνάει» πλέον μέσα από την επιβίωση κάθε κράτους ξεχωριστά. Μέσα από την προώθηση συνθηκών και οδηγιών «διαπάλης» με τα πλέον αδύναμα κράτη.
Σε ενδεχόμενη τέτοια μέτρηση υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο να αναδειχτεί το οξύμωρο ότι δεν είναι λίγες οι φορές που οδηγίες αφαιρούσαν και αφαιρούν από μία εθνοκεντρική ανάπτυξη. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αντιαναπτυξιακής χρήσης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Κατά συνέπεια, ο «εγκλωβισμός» των αναπτυξιακών πολιτικών της χώρας σε ένα έμμεσα επιβαλλόμενο από την Ε.Ε. περιβάλλον -ελλείψει ουσιαστικού αναπτυξιακού αφηγήματος- οδηγεί άλλη μία φορά στην επιβεβαίωση του γεγονότος ότι για όλο τον Νότο το «Σύμφωνο Σταθερότητας» είναι εξαιρετικά περιοριστικό και πλέον ανεπίκαιρο.
Για να είναι δυνατή όμως η παραγωγική «αντιπαράθεση» εντός της Ε.Ε. θα έπρεπε η κυβέρνηση να είχε προσδιορίσει το διαπραγματευτικό της στίγμα πριν από χρόνια. Προκύπτουν, κατά συνέπεια, τα εξής ερωτήματα: Ποιες οι περιπτώσεις όπου η κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε διεκδικώντας ρυθμίσεις προς όφελος της χώρας και μόνον; Σε ποια σημεία χρησιμοποίησε το βέτο ως «εργαλείο διαπραγμάτευσης»; Πότε ενημερώνεται ο πολίτης για τις θέσεις της χώρας και πότε αυτές εισακούσθηκαν; Σε ποια πλατφόρμα ενημέρωσης παρατίθενται οι προτάσεις της χώρας που δεν «πέρασαν» και τους λόγους που αυτό έγινε; Ποιες προϋποθέσεις έθετε η κυβέρνηση μέχρι σήμερα προκειμένου να ψηφίσει θέσεις που απετέλεσαν ευρωπαϊκή πολιτική; Ποια αντισταθμιστικά οφέλη έλαβε για τη θετική της προσέγγιση επί των προτάσεων; Ερωτήματα για τα οποία ουδέποτε έχει υπάρξει ενημέρωση για να γνωρίζει ο πολίτης το βάθος της «διαπραγματευτικής διάθεσης» ή αδυναμίας της χώρας.
Καθίσταται πλέον εμφανές πως η μέχρι σήμερα στάση της χώρας ως προς τη διαμόρφωση των πλαισίων πολιτικής της Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει ως προς το ύφος αλλά και τους όρους διαπραγμάτευσης, που να αναδείξουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα προς όφελος της μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής πορείας με όποιους τρόπους και «μεθοδεύσεις» έχει στα χέρια της η κυβέρνηση. Μόνον τότε ίσως ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας σε δεδομένη επόμενη διεθνή κρίση.
*Ο Ηρακλής Ρούπας είναι οικονομολόγος, υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών