Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, διαμορφώνει ένα περιβάλλον υψηλών πιέσεων και πλέον η βιωσιμότητα των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων συνιστά σήμερα μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Όπως εκτιμά η Eurostat, το 2050 σχεδόν το 30% του πληθυσμού της Ε.Ε. θα είναι άνω των 65 ετών. Αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια καταβολής και κατ’ επέκταση το κόστος συντάξεων αναμένεται να αυξηθούν, ενώ το εργατικό δυναμικό θα μειώνεται.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση, η μέση ετήσια δαπάνη για συντάξεις στα κράτη-μέλη ανέρχεται στο 12,9% του ΑΕΠ. Οι διαφορές, ωστόσο, από χώρα σε χώρα είναι σημαντικές, με την Ιταλία να διαθέτει σε συνταξιοδοτικές δαπάνες πάνω από το 15,7% του ΑΕΠ της και τη Γαλλία, αντίστοιχα, 13,5%. Η Γερμανία διατηρεί τις δαπάνες στο 10,3%, ενώ χώρες με πιο αναπτυγμένο τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, όπως η Ολλανδία, κινούνται κάτω από το 8%.
Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη επιβάρυνση, καθώς οι συνταξιοδοτικές δαπάνες διατηρούνται τα τελευταία χρόνια στο 15,5% του ΑΕΠ της. Στη χώρα μας πάνω από το 40% των συνταξιοδοτικών δαπανών καλύπτεται απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – πρόκειται για ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 7% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο ΕΦΚΑ, η συνολική δαπάνη για συντάξεις προβλέπεται να ανέλθει το 2025 σε 29,95 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 15,13 δισεκατομμύρια ευρώ θα προέλθουν από τα κρατικά ταμεία, μέσω επιδοτήσεων προς τον ΕΦΚΑ.
Για λόγους σύγκρισης, αξίζει να αναφερθεί ότι στη Γερμανία η κρατική επιχορήγηση καλύπτει περίπου το 30% των δαπανών, στη Γαλλία το 25%-30%, ενώ στην Ολλανδία λιγότερο από 10%. Η υψηλή εξάρτηση των συντάξεων από τον Προϋπολογισμό συνιστά σημαντικό δημοσιονομικό κίνδυνο και αποτυπώνει μια σοβαρή δομική αδυναμία του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Κύριο ζητούμενο είναι η ενίσχυση της απασχόλησης και της εισφοροδοτικής βάσης του συστήματος μέσω κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, αποτελεσματικότερης καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας, αλλά και σοβαρής επένδυσης στην κατάρτιση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
Είναι, παράλληλα, απαραίτητη η επέκταση του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, με όρους απόλυτης διαφάνειας και αποτελεσματικότητας, ώστε να περιοριστεί σταδιακά η πίεση στον Κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των νέων ασφαλισμένων στο ασφαλιστικό σύστημα.
Τέλος, θα πρέπει να υπάρξουν γενναίες πρωτοβουλίες για την ανάσχεση των αρνητικών δημογραφικών τάσεων στη χώρα, με ουσιαστική στήριξη των οικογενειών και των νέων εργαζομένων.
Η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος δεν είναι μόνο μια σοβαρή δημοσιονομική πρόκληση. Είναι ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, που οφείλει να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα, με κοινωνική και πολιτική συναίνεση, με συνέχεια και συνέπεια.
*Πρόεδρος ΕΕΑ, επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. και Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών