Της Κατέ Καζάντη
Όταν ο Μαυρουδής Βορίδης διατύπωνε το περιβόητο «πρέπει να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς (…) διότι είναι ελαττωματικές» (21/8/2018), δεν φανταζόταν πιθανώς πως ο επόμενος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα συνεισέφερε, εκουσίως ή μη, στον στόχο αυτό. Μερικά χρόνια αργότερα η δυσανεξία του ίδιου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. και του κύκλου του στις θεωρητικές επεξεργασίες της Αριστεράς φαίνεται να αρκεί. Ένας επιβαλλόμενος αντιδιανοουμενισμός κατέστησε, εντός του κόμματος, ντεμοντέ και αναχρονιστικό κάθε προϋπάρχον χαρακτηριστικό, ταυτοτικό της πολιτικής φυσιογνωμίας του.
Τα λεγόμενα του Στέφανου Κασσελάκη σε μια από τις πρόσφατες συνεντεύξεις του (περιοδικό «Down Town») είναι χαρακτηριστικά μιας όλως διόλου άλλης αναλυτικής προσέγγισης. Η αποθέωση του ιδιωτικού τομέα, ας πούμε, όπως και ο, μάλλον ξεκάθαρος, οριενταλισμός τον κάνουν να αυτοτοποθετείται υπεράνω όλων ημών των αυτοχθόνων: «Θεωρώ ατού πως ό,τι έχω αποκτήσει το έχω αποκτήσει εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα και εκτός Ελλάδας». Ανάλογου ύφους και η επιφανειακή ανάγνωση του ακραίου καπιταλισμού των ΗΠΑ, τον οποίο φαίνεται να θεωρεί υποδειγματικό, αφού του έδωσε τη δυνατότητα «στα 35 μου να αγοράζω διαμέρισμα 1,8 εκατομμυρίων ευρώ», την ώρα που «τρεις στους τέσσερις Έλληνες από 18 μέχρι 35 ετών ζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, παρότι πολλοί έχουν κάνει εξαιρετικές σπουδές και διαθέτουν προσόντα. Αυτά θέλω να αλλάξω». Η χοντροκοπιά είναι προφανής: στον κόσμο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. η ταξική κοινωνία, με την τυχαιότητα της καταγωγής και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο για την παραγωγή του πλούτου, έχει ήδη ξεπεραστεί. Ο ευκαιριακός, αντιανθρώπινος καπιταλισμός που επιβραβεύει όσους και όσες τον αναπαράγουν είναι εδώ, αναβαπτισμένος και αποκαθαρμένος.
Ο Στέφανος Κασσελάκης, στη συνέχεια, μεταλλάσσει και τον οργανωτικό χαρακτήρα του κόμματος. «Συνδέω κόσμο με την ομάδα εθελοντών του κόμματος»: αντί της λαϊκής κινηματικής βάσης των μελών με σταθερή και συγκεκριμένη ιδεολογική συγκρότηση, η μάζα των «εθελοντών» είναι εδώ. Οι οποίοι εθελοντές δεν έχουν οργανωτική δομή ή διαδικασίες, ούτε σταθερότητα στον αριθμό και στα πρόσωπα. Ο αρχηγός και τα ανώτερα όργανα δεν λογοδοτούν ούτε αναφέρονται σ’ αυτούς. Έτσι, εάν, όπως έλεγαν οι παλαιοί/ες, το οργανωτικό είναι και βαθιά πολιτικό, η έκλειψη του πολιτικού σκέλους γίνεται ολοφάνερη: οι «γκρούπις»/οπαδοί ουδόλως κόπτονται να κατανοήσουν τη συνθετότητα των λεπτών αποχρώσεων των ιδεών, αφού τούτες δεν είναι παρά περιττές σάλτσες. Εξάλλου, «η ιδεολογία δεν τρώγεται».
Τούτο επηρεάζει και την αισθητική συμπεριφορά. Έτσι, το μείζον δεν είναι «το τέλος της δηθενιάς» ούτε του ξύλινου λόγου. Είναι η δομική αλλαγή παραδείγματος, όχι μοναχά στην πολιτική, οραματική πρόταση ή στην ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά στο ίδιο το ανθρωπολογικό μοντέλο: στην αισθητική που τούτο ακολουθεί, στο βάθος ή στην επιφάνεια της κουλτούρας που απηχεί, στη λαϊκότητα που παριστάνει ότι έχει σε μια κακέκτυπη, «μπουζουξίδικη» εκδοχή.
Η πολιτική κυριαρχία βασίζεται πρωτίστως στην ιδεολογική: εκείνο που καθορίζει την πρωτοκαθεδρία, την περιβόητη ηγεμονία, ενός πολιτικού -κομματικού ή άλλου- σχηματισμού είναι η διάχυση και η εμπέδωση των ιδεών του. Η ιδεολογική διαπάλη είναι, κατά το γκραμσιανό, «πάνω απ’ όλα μια πολιτισμική μάχη για τον μετασχηματισμό της λαϊκής νοοτροπίας». Και ακριβώς σ’ αυτή τη δυνατότητα, ή τη μη δυνατότητα, του μετασχηματισμού των συνειδήσεων και της νοοτροπίας του κοινωνικού σώματος εδράζεται η προοπτική μιας μελλοντικής διακυβέρνησης, εκείνης που θα φέρει ουσιαστικές αλλαγές στις ζωές των πολλών.
Η αποκένωση, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ., η ερήμωσή του από τις ιδεολογικές και πολιτικές του αναφορές δεν συντελέστηκε εν μια νυκτί. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.