Του Σάββα Καλεντερίδη
Η Τουρκία άλλη μια φορά είναι σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο Ερντογάν, αποδυναμωμένος πολιτικά, καλείται να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις, που θα επηρεάσουν την πορεία της χώρας την επόμενη περίοδο.
Όσον αφορά το εσωτερικό μέτωπο, πέραν των εμφανών πολιτικών αντιπάλων, ο Ερντογάν βρίσκεται στην κυριολεξία στριμωγμένος ανάμεσα, από τη μία, στα στελέχη του κόμματός του που έχουν την άποψη ότι η Τουρκία πρέπει να ακολουθήσει μια μεταρρυθμιστική πολιτική για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει στην οικονομία, στο Κουρδικό και αυτά που δημιουργεί ο ασαφής γεωπολιτικός προσανατολισμός της χώρας, και, από την άλλη, στους παρακρατικούς – παραστρατιωτικούς μηχανισμούς του βαθέος κράτους. Να σημειώσουμε ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι οι του Κινήματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), χάρη στους οποίους βρίσκεται στην εξουσία. Είναι τα στελέχη της οργάνωσης Εργενεκόν, τα οποία από τη φυλακή βρέθηκαν να υποστηρίζουν τον Ερντογάν και να έχουν ενσωματωθεί στο ερντογανικό σύστημα εξουσίας και, τέλος, είναι οι λεγόμενοι ευρασιατιστές, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που επιδιώκουν την αλλαγή του γεωπολιτικού προσανατολισμού της Τουρκίας και τη στροφή της προς την Ευρασία.
Αυτός ο διχασμός έγινε εμφανής στην περίπτωση της εκλογής δημάρχου στον μητροπολιτικό δήμο του Βαν, με πληθυσμό άνω του 1.000.000. Το ιστορικό δείχνει τη σύγκρουση που υπάρχει στο ερντογανικό σύστημα εξουσίας.
Ο Αμπντουλάζ Ζεϊντάν ήταν υποψήφιος με το κόμμα DEM, που αποτελεί νόμιμη πολιτική έκφραση του κουρδικού κινήματος. Εδώ και μήνες η εκλογική επιτροπή έκρινε ότι είναι κατάλληλος ως υποψήφιος. Την Παρασκευή 29 Μαρτίου, πέντε λεπτά προτού κλείσουν οι υπηρεσίες, το υπουργείο Δικαιοσύνης γνωστοποίησε στην εκλογική επιτροπή του νομού Βαν ότι ο Ζεϊντάν δεν έχει δικαίωμα να συμμετάσχει στις εκλογές ως υποψήφιος. Η απόφαση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν μπορούσε σε πέντε λεπτά να υποβάλει ένσταση, και η επιτροπή την επομένη των εκλογών έδωσε το έγγραφο νομιμοποίησης (Mazbata) στον Αμπντουλαχάτ Αρβάς, που είχε συγκεντρώσει το 27% των ψήφων, αντί στον Ζεϊντάν, που είχε λάβει το 55,5%.
Μόλις έγινε γνωστή η απόφαση αυτή, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση, πλην των κομμάτων που παραμένουν στο πλευρό του Ερντογάν, καταδίκασαν την ενέργεια αυτή.
Όμως, η καταδίκη της απόφασης αυτής δεν σταμάτησε στην αντιπολίτευση. Αρκετοί εν ενεργεία αλλά και πρώην βουλευτές του ΑΚΡ τάχθηκαν φανερά κατά της απόφασης με δημόσιες δηλώσεις και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αμέσως μετά ο σύμβουλος του Ερντογάν Mehmet Uçum εκτόξευσε απειλές εναντίον εκείνων που άσκησαν κριτική στην απόφαση για αποκλεισμό του Ζεϊντάν.
Την επόμενη ημέρα η ανώτατη εκλογική επιτροπή αποφάσισε να δοθεί η Mazbata στον Ζεϊντάν, με βάση απόφαση του 5ου Κακουργιοδικείου του Ντιγιάρμπακιρ, που του απέδιδε το δικαίωμα της εκλογής.
Αφού ο Ζεϊντάν νομιμοποιήθηκε ως δήμαρχος του Βαν, την επόμενη ημέρα το συμβούλιο δικαστών και εισαγγελέων διέταξε δικαστική έρευνα εις βάρος του 5ου Κακουργιοδικείου του Ντιγιάρμπακιρ, που αποφάσισε να αποδώσει το δικαίωμα εκλογής στον Ζεϊντάν.
Τα παραπάνω τι δείχνουν; Στο κόμμα, στο προεδρικό μέγαρο και στο κράτος υπάρχουν δύο τάσεις. Η μία που λέει ότι η Τουρκία πρέπει να συνεχίσει το άνοιγμα στη Δύση, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια και επενδύσεις που θα της επιτρέψουν να λύσει τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αποτέλεσαν την κύρια αιτία της ήττας, όπως εξηγήσαμε στο άρθρο μας της Παρασκευής, και η άλλη που λέει ότι η Τουρκία δεν πρέπει να κάνει καμία υποχώρηση και να χρησιμοποιήσει πολιτική σκληρής καταστολής στο Κουρδικό, η οποία πολιτική, όμως, θα θέσει σε κίνδυνο το εγχείρημα της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση.
Στην ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά τη σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, που συνήλθε την Πέμπτη 4 Απριλίου, τα τρία τέταρτα της ανακοίνωσης αναφέρονται στο Κουρδικό και στην αποφασιστικότητα της Τουρκίας να συνθλίψει το ΡΚΚ και τις λοιπές κουρδικές οργανώσεις στην Τουρκία, στο Ιράκ, στη Συρία και την Ευρώπη, ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο, κάτι που είναι πρωτοφανές ειδικά για την Κύπρο και τα «δικαιώματα της Τουρκίας και της ΤΔΒΚ στην ανατολική Μεσόγειο».
Το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, αλλά και το πάγωμα της συμμετοχής της Τουρκίας στη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE) δείχνει και τις προτεραιότητες της Τουρκίας, γεγονός που μας επιτρέπει να πούμε ότι η κατάσταση σχετικής ηρεμίας που παρατηρείται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τουλάχιστον στο πεδίο, το επόμενο διάστημα και όσο το Κουρδικό παραμείνει μείζον πρόβλημα για την Άγκυρα, θα συνεχιστεί.
Φυσικά, εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Πώς είναι δυνατόν η Τουρκία να χρησιμοποιήσει πολιτική καταστολής (σφαγή) κατά των Κούρδων και να κρατήσει ταυτοχρόνως ανοιχτή την πόρτα με τη Δύση;
Η Άγκυρα κάνει αυτούς τους υπολογισμούς επειδή θεωρεί ότι και η Δύση επιθυμεί την Τουρκία στραμμένη προς την Ουάσινγκτον, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες παρά προς τη Μόσχα, και ακριβώς επειδή το επιθυμεί, θα δεχτεί να θυσιαστούν άλλη μια φορά οι Κούρδοι, προς χάριν των γεωπολιτικών συμφερόντων της Δύσης.
Αυτή είναι η μοίρα των «φτωχών και των αδυνάτων», όπως πολύ καλά το γνωρίζει η Ελλάδα, αφού το ένιωσε στο πετσί της το 1919-1923 αλλά και το 1974 στην Κύπρο, της οποίας η κατοχή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, χωρίς να απασχολεί και πολύ τους κ. Μητσοτάκη και Γεραπετρίτη και την κυρία Παπαδοπούλου, αν κρίνουμε από τις δημόσιες δηλώσεις τους. Για την Ουκρανία βασιλικότεροι του βασιλέως, για την Κύπρο αιδήμων σιωπή.
Όσον αφορά τα σχέδια και τους υπολογισμούς των μεν και των δε για τους Κούρδους, υπάρχει μια παράμετρος, που δεν είναι εύκολο να μετρηθεί και να υπολογιστεί εκ των προτέρων. Η αγωνιστικότητα και η αποφασιστικότητα του κουρδικού λαού να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, που τα είδαν να γίνονται θυσία γεωπολιτικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων αλλεπάλληλες φορές τους δύο τελευταίους αιώνες.