Βλέπει το δέντρο αλλά χάνει το δάσος και ο σημερινός υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, όπως έκαναν και οι «μνημονιακοί» προκάτοχοί του, όταν κάθε φορά επικεντρώνεται στη μείωση του ποσοστού ανεργίας βάσει της ΕΛΣΤΑΤ και όχι στα συνολικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας. Μιας αγοράς εργασίας που κατάντησε, μετά από 10 χρόνια «δρεπανηφόρων» νόμων στο πλαίσιο των 3 προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, ακόμη και οι θέσεις εργασίας που «προσφέρει» φειδωλά, να μην αξίζουν από… οικονομικής άποψης, δεδομένου ότι οι αμοιβές που δίδονται, είναι στα όρια του «ρεγάλου».
Ο κ. Χατζηδάκης τόνισε στο πλαίσιο της ομιλίας του στο 5ο «Invest GR Forum», ότι «παρά την οξύτητα των προβλημάτων η ανεργία συνεχίζει να πέφτει, οι επενδύσεις συνεχίζουν να αυξάνονται και οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικότερες σε σχέση με τις εκτιμήσεις για όλες σχεδόν τις άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε στον ίδιο φιλοεπενδυτικό, σύγχρονο και ευρωπαϊκό δρόμο για να έχουμε αποτελέσματα».
Αφήνοντας στο περιθώριο το γεγονός ότι η ανεργία μειώνεται βάσει της ΕΛΣΤΑΤ αλλά αυξάνεται και σε κάθε περίπτωση παραμένει σε αριθμό πάνω του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων (βλ.: «Μισό εκατομμύριο άνεργοι συνεχίζουν να «εξαφανίζονται» στον δρόμο μεταξύ ΟΑΕΔ και ΕΛΣΤΑΤ») βάσει του πρ. ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ), ακόμη και έτσι, η «αλήθεια» που επικαλείται ο υπουργός Εργασίας είναι η μισή.
Αμοιβές – πείνας (χωρίς εισαγωγικά)
Η άλλη μισή είναι ότι οι αμοιβές που δίδονται σε ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, κοντά στους 2 στους 3, είναι κάτω, αρκετά πιο κάτω των 1.000 ευρώ τον μήνα, καθαρά. Μάλιστα, πάνω από το 30% των μισθωτών λαμβάνει έως και 500 ευρώ τον μήνα, καθαρά. Άρα, πολύ απλά, στην πλειονότητά τους οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούσαν να ζήσουν από τον μισθό τους, τόσο πριν την «έκρηξη» της ακρίβειας πέρυσι το Φθινόπωρό, όσο και μετά από την έναρξη του Πολέμου στην Ουκρανία (πλέον αδυνατούν να προμηθευτούν ακόμη και τα πιο απαραίτητα για τη διαβίωσή τους).
Δεν είναι τυχαίο ότι παρουσιάζονται κενά στον τουριστικό και επισιτιστικό κλάδο φέτος το Καλοκαίρι ενώ παρατηρείται μεγάλη έλευση τουριστών (ίσως να ξεπεράσουν σε αριθμό και το 2019, που θεωρείται χρονιά – «ρεκόρ» για τη χώρα). Όταν καλείσαι να «ξενιτευτείς», να εργάζεσαι 6 ή και 7 ημέρες την εβδομάδα, πολλές φορές αρκετά περισσότερο από 8 ώρες, να κοιμάσαι σε καταλύματα με κατσαρίδες και σε κρεβάτια που «τρίζουν οι σουμιέδες», να ακούς τα «μπινελίκια» σου και στο τέλος του μήνα να παίρνεις από 600 έως 900 ευρώ, καθαρά, στην καλύτερη περίπτωση (ποσά με τα οποία δεν καλύπτονται πλέον ούτε οι πάγιες δαπάνες, όπως η ενέργεια), δεν σου έρχεται και να πετάς από τη χαρά σου.
Όμως, η κυβέρνηση και αρκετά συστημικά μέσα, δη τηλεοπτικά, παρουσίασαν το φαινόμενο ως άρνηση για εργασία από την πλευρά των πολιτών και κυρίως των νέων, σαν να λέμε δηλαδή ότι «δεν θέλουν να κουνηθούν οι τεμπέληδες». Αυτή η οπτική δεν είναι ούτε υπέρ της αγοράς εργασίας, ούτε υπέρ της κυβέρνησης, ακόμη κι αν οι ιθύνοντες νόες της το δουν για καθαρά ιδία πολιτικά οφέλη.
Στην πλειονότητα τους, οι εργαζόμενοι των από 300 με 400 έως 900 με 1.000 ευρώ καθαρά, αντιλαμβάνονται ότι δεν βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πολιτικής ηγεσίας. Ενώ εργάζονται αδυνατώντας να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και υπολογίζουν ακόμη και να αγοράσουν ένα σουβλάκι (σημ.: πλέον κυμαίνεται στα 3,5 ευρώ) βλέπουν καθημερινά υπουργούς να αυτοθαυμάζονται, πανηγυρίζοντας για τη μείωση της ανεργίας και μοιάζοντας να αγνοούν ή να μην νοιάζονται για τις επικρατούσες αμοιβές – πείνας.
Ερώτηση : Οι Ελληνες που έφυγαν για το εξωτερικο αφαιρουνται απο τους ανέργους?
Το ότι στις πλέον τουριστικές περιοχές ψάχνουν για εργαζόμενους (χιλιάδες θέσεις) αλλά δεν βρίσκουν επειδή άφησαν τις δουλειές λόγω χαμηλών μισθών και επιδομάτων, δεν του λέει τίποτε, προφανώς
Η Ελλάδα ταλανίζεται μεταξύ της οικονομικής αδυναμίας, αλλά και της κρίσης αξιών. Ο Καραμανλής παρέλαβε χάος και δημιούργησε κράτος, αντίθετα ο κ. Μητσοτάκης παρέλαβε κράτος και δημιούργησε χάος. Χώρισε τους πολίτες σε ψεκασμένους και υπάκουους και τους στέρησε τα συνταγματικά τους δικαιώματα, αύξησε το δημόσιο χρέος και βάλτωσε την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις. Το αποτέλεσμα το κατανοείτε, στο τέλος του τούνελ βλέπουμε την πείνα.