Του Νίκου Παπουτσόπουλου
Στην πρόσφατη επίσκεψη του Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στην Αθήνα εντύπωση προκαλεί η θρησκευτική προσήλωση σε θεσμούς και αξίες που υπηρετεί απαρέγκλιτα ο εσμός των πολιτικών και των υπαλλήλων του Δημοσίου. Όπου τα μετάλλια, παράσημα, εύσημα, οι δεξιώσεις και οι περγαμηνές, οι επίσημες αναγνώσεις του Συμβολαίου της Πίστεως (ποιας πίστεως, άραγε; της πίστεως της «σαγήνης»; της «πίστεως» των Ορθοδόξων, της οποίας τη «σαγήνη» κατεξευτέλισε εκείνη του θιάσου των «οτεντότων» ουνιτών στην κηδεία του «πτωχού και ανέστιου» Πάπα Φραγκίσκου;) περίσσευαν.
Στην κηδεία του «ανέστιου και πτωχού» Πάπα Φραγκίσκου, την οποία παρακολούθησε μόνος αυτός, ο Οικουμενικός, καθώς ουνίτες αδελφοί «έψαλλαν» (πώς έψαλλαν δα, ουνίτες, αδελφοί και αυτοί, ως θίασος πολύχρωμων «προσχισματικών» ιθαγενών), σύμφωνα με το δήθεν αρχαίο «τυπικό» της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πώς, άραγε, Οικουμενικός, αυτός, ο οποίος καταδίκασε και καταδικάζει την ουνία, στέκει σιωπηλός προ του παραδόξου θαύματος της συμμετοχής ουνιτών στην εξόδιο ακολουθία του Πάπα Φραγκίσκου, του ταπεινού και ανέστιου, του Πάπα των πτωχών; Ενός Πάπα ο οποίος απέφυγε να καταδικάσει την ουνία, αλλά τον οποίον ο Οικουμενικός είχε προσκαλέσει (και επιμένει να προσκαλεί τον διάδοχό του) στον «από κοινού εορτασμόν της 1700ής επετείου από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας».
Σύμφωνα με δηλώσεις του Οικουμενικού, ύστερα από την επίλυση όλων εκείνων που χωρίζουν τις δύο χριστιανικές Εκκλησίες η επετειακή συνάντηση της Νικαίας, στα όρια κόσμου που ταράσσουν πόλεμοι και ανισότητες, πενία και πτωχεία και δυστυχία, με τις ευλογίες αργυρώνητων Ευεργετών και Αρχόντων θρόνων εκκλησιαστικών, έριδες μεταξύ Ορθοδόξων Εκκλησιών χάριν της απαράμιλλης σαγήνης των οικονομικών συμφερόντων της παγκοσμιοποίησης ή της «οικουμενικότητας», «προσευχόμεθα όπως -ο κοινός εορτασμός του Πάσχα- επί πλέον αποτελέση και μίαν ευκαιρίαν προκειμένου να εργασθώμεν από κοινού διά τον προσδιορισμόν, συμφώνως προς την σχετικήν απόφασιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, του τρόπου εορτασμού της ενδόξου Αναστάσεως του Κυρίου μας εις κοινήν ημερομηνίαν, ως τούτο πρόκειται εκ Θείας Προνοίας».
Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα απασχολεί ιδιαιτέρως τις σύγχρονες κοινωνίες Ανατολής και Δύσης, τις οποίες έχει απαξιώσει η άνομη οικονομική διαχείριση των κυβερνήσεων με την επιβολή άνευ όρων οικονομικών και υγειονομικών μέτρων, με τον πλήρη έλεγχο της προσωπικότητας του ανθρώπου χάρη στα υπολογιστικά συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης σε όλους τους τομείς και στις ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας των αμνών. Ιδεοψυχαναγκαστικά «εμμονικά βλέμματα» της εξουσίας αποκαλύπτουν την ενοχή των άθλιων πολιτών ενοχικής πολιτείας η οποία «εμμονικά» αποκρύπτει την Αλήθεια. Κοινός εορτασμός του Πάσχα ή κοινός εορτασμός μιας ουτοπίας την οποία βιώνουν οι απανταχού της γης χριστιανοί, μακράν της Εκκλησίας, αφού την όποια πίστη κάμπτουν και εξουθενώνουν οικονομικά άνομα συμφέροντα Αρχόντων των Θρόνων, δωρητών και αφιερωτών ναών και άνευ ουσιαστικής αξίας κτισμάτων που αφορούν μόνον φωτογραφικά στιγμιότυπα και εικονοληπτικές θεραπείες των media. Αδύνατος επομένως ο «κοινός εορτασμός του Πάσχα», όπως ακριβώς επιβάλλουν οι έγκαιρες και επικερδείς εξαγωγές αμνοεριφίων, σφαχτών κατά το δη λεγόμενον, για την κάλυψη της πείνας του απανταχού της Γης χριστεπώνυμου πλήθους, που υποφέρει και αισθάνεται ακόρεστη την επιθυμία της πλήρωσης με την επίκαιρη κατανάλωση κρέατος. Ο εορτασμός των απανταχού χριστιανών, Ορθοδόξων και μη, πόρρω απέχει των πνευματικών αναζητήσεων των Οικουμενικών Συνόδων περί «κοινών εορτασμών», αφού πρυτανεύει η άμεση ανάγκη της κάλυψης των εφήμερων βιοτικών αναγκών, «ανέστιων και πενήτων» ή άλλως της βουλιμικής επιθυμίας εορταστικής κατανάλωσης σε τιμές ευτελείς ή προσιτές, έστω, όπως ακριβώς επιβάλλουν οι σύγχρονες ανάγκες κοινωνίας, τις οποίες απαξιώνουν οι πνευματικοί ηγέτες. Κοινωνίας που διεκδικεί και απαιτεί διεξόδους αναψυχής και δικαίωσης κάτω από το ειδεχθές και αδυσώπητο βάρος της εξουσιαστικής και ανελέητης βίας. Βίας της εξουσίας, στην οποία άπαντα τα πνευματικά και θρησκευτικά μεγέθη συνήθως σιωπούν ή διδάσκουν την υπομονή μέχρι τέλους. Βία της εξουσίας, το «χάλκαιον χέρι» που προσπαθούν να λειάνουν μεγαλοπρεπείς τελετές και απαγγελίες «συμβόλων της Πίστεως» με την απονομή εγκολπίων και αναμνηστικών άνευ αξίας υποτέλειας και θαυμασμού.
Ουτοπικές Οικουμενικές Σύνοδοι άλλων εποχών και άλλων καιρών, διαφορετικών «θεολογικών» εκζητήσεων για τη στερέωση πίστης ενιαία, «αγίας, καθολικής και αποστολικής», την οποία ωστόσο πολύ σύντομα ακύρωσαν και ευτέλισαν οικονομικά συμφέροντα που περιθάλπουν και κοσμούν τον μανδύα των πράσινων και οικολογικών και ελεήμονων αρχιερέων ρόδα και άνθη και ευαγγελιστές και χρώματα και επετειακά υαλώδη επιχρίσματα αλλά και «αλλόκοτων σαγήνη» εικαστικών διδαχών. Οικουμενικές Σύνοδοι όπως εκείνην, την «Πρώτην εν Νικαία» της Βιθυνίας Σύνοδο των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη «σαγηνευτική» και «εμμονική» αίρεση του Αρείου, (325) την οποία είχε συγκαλέσει ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Ελπιδοφόρο (κατά κόσμον Ιωάννης Λαμπρυνιάδης, Istanbul, 1967), θυμίζει στο πρόσωπο του νέου πνευματικού και πολιτισμικού ηγήτορα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Ντόναλντ Τραμπ «τον μεγάλο Ρωμαίο Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, που ίδρυσε και έχτισε την υπέροχη πόλη της Κωνσταντινούπολης, τη γενέτειρά μου», αφού «μέσω της ηγεσίας σας, ενσωματώνετε τις αξίες της χριστιανικής μας πίστης και την αγάπη για το Ευαγγέλιο». «Είναι μεγάλη μου τιμή να σας παρουσιάσω αυτόν τον Τίμιο Σταυρό. Αυτός ο Σταυρός είναι το ίδιο το σύμβολο που οδήγησε τον μεγάλο Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στη νίκη. Όπως τού αποκάλυψε ο Χριστός σε ένα όραμα, είπε «Ἐν τούτῳ νίκα» στον αυτοκράτορα. Σημαίνει: “Πήγαινε με αυτό και γίνε νικητής”, κ. πρόεδρε. Αυτός ο Σταυρός είναι ένα αιώνιο σύμβολο ειρήνης και ένα αήττητο τρόπαιο, ένα σημάδι θεϊκής δύναμης και καθοδήγησης», κατά την προσφώνηση του κ. Ελπιδοφόρου προς τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτή τη δύναμη του Σταυρού του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της αγίας μητρός αυτού Αγίας Ελένης προσπαθεί να ανακαλύψει εκ νέου ο Οικουμενικός ανάμεσα σε σαγηνευτικές αποκαλύψεις του μέλλοντος αιώνος και σε εμμονικά βλέμματα πινακοθηκών και μουσείων, καθώς ένας λαός αθλίων και πτωχών και ανεστίων (όμοιων με εκείνων των παρείσακτων στην κηδεία του αειμνήστου και μακαριστού Πάπα Φραγκίσκου) που αναζητεί στην πόλη των ονείρων και των ελπίδων, την πόλη της Πίστης και της προσδοκίας, την πόλη της Επαγγελίας, την μεγάλη Υπόσχεση του Γένους των Ελλήνων, ή του Γένους των Ρωμιών (Ρωμιών, σύμφωνα με όποια κατάλληλη και αποδεκτή ερμηνεία, προς άρσιν των όποιων παρεξηγήσεων, εκ μέρους του Οικουμενικού ασφαλώς). Την πόλη των ονείρων και των ελπίδων που κατέλυσε η μανία των Σταυροφόρων και των αδίστακτων Παπών της Χριστιανικής Δύσης και που λεηλάτησε το μίσος των αλλοθρήσκων, την Πόλη που ανάμεσα σε ερείπια και «σεβάσματα» πίστεως, πολιτισμικού τουριστικού οργασμού και σαγήνης αλλοεθνούς παράδοσης, παραμένει σύμβολο μιας αυτοκρατορίας, της «βυζαντινής». Ασφαλώς το «Βυζάντιο», ως οικουμενική ιδέα και έννοια μόνον, με την παντελή έλλειψη πατρίδας, χώρου αναφοράς, ταυτότητας πολιτιστικής, εθνικής και φυλετικής, μετέωρο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, «πτωχό και ανέστιο», όπως και ο Πάπας Φραγκίσκος, κατέρρευσε σε πνοές ανέμου χριστιανικού, που διέλυσε νέφη πνευματικότητας και αδελφοσύνης. Η πόλη των ονείρων, η «πρωτεύουσα των χαμένων οριστικά πατρίδων» θρηνεί στα ερείπιά της τις συνεχείς αλώσεις και προσβολές και ταπεινώσεις στις πρόσφατες επικαλύψεις των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας. Όπου ο κατακτητής και ολετήρας μιας πίστης, ενός πολιτισμού και παράδοσης, περιφρονεί τον όποιο Σταυρό του κ. Ελπιδοφόρου, καταπιέζει και προσβάλλει ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις της χριστιανικής Ευρώπης.
Χάριν όλων τούτων και των παρομοίων, χάριν των άνευ λόγου τιμητικών διακρίσεων στον Οικουμενικό, των φωτογραφιών, των enstantane και σινεφίλ, στον Οικουμενικό των social media που συνοδεύουν «Άρχοντες» και «Ευεργέτες», «Δωρητές» και «Αφιερωτές» (της ελληνικής πλουτοφόρου τάξης των σύννομων πολιτών μόνον), ο ακμαίος Ρωμαίος Αυτοκράτορας ίδρυσε μια νέα αυτοκρατορία, με πρωταρχικό το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο και εδίχασε τελικά τον χριστιανικό κόσμο, ήδη από τους πρώτους αιώνες της εγκαθίδρυσης της νέας θρησκείας.
Θρησκείας την οποία λειαίνει ο πόθος της χρηματοδότησης και της συναλλαγής για την εκπλήρωση των κοινωνικών και πολιτικών στόχων, όπου την όποια πνευματική αδυναμία και αναπηρία καταρρίπτει το κέρδος και ακυρώνει το όφελος, η δωρεά, η εκχώρηση. Η παραμυθία του πλούτου και της συναλλαγής στα ερείπια και τις μνήμες μιας «οικουμενικής αυτοκρατορίας», ο κύκλος της οποίας έκλεισε με στεναγμούς και δάκρυα στα 1453 ή πιθανώς και προ δύο αιώνων, με τις προσευχές και ικεσίες των Παπών.
Στον λευκό καπνό της Ένωσης των Εκκλησιών αναμένει η μία και αδιαίρετη Πίστη των Χριστιανών 1.700 έτη από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, εκεί, στη Βιθυνία, την οποία απαξίωσαν οι Πάπες, χριστιανοί και αυτοί, χριστιανοί οι οποίοι ανερυθρίαστα συμπεριέλαβαν ουνίτες να ψάλλουν εγκώμια στην εξόδιο ακολουθία του αγίου «Πάπα των πτωχών και ανέστιων».