Του Σάββα Καλεντερίδη
Κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, που έγινε στη Χάγη, αφού προηγήθηκαν θερμές χειραψίες μεταξύ Τραμπ – Ερντογάν, ακολούθησε συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία διήρκεσε 45 λεπτά. Δεν είναι και λίγα, δεδομένης της στενότητας χρόνου του ηγέτη των ΗΠΑ.
Ο Τούρκος πρόεδρος, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο αεροπλάνο της επιστροφής από τη Χάγη, αναφέρθηκε στη συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, στις καλές σχέσεις που έχει αναπτύξει μαζί του και είπε ότι του μίλησε για τον πόλεμο στην Ουκρανία που «πρέπει να τελειώσει» και την επιθυμία του να επιστρέψει η Τουρκία στο πρόγραμμα των F-35.
Ειδικά για το θέμα των F-35 είπε: «Το σύστημα της αεροπορικής μας άμυνας δεν τελειώνει με τoυς S-400. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα πολυεπίπεδο σύνολο συστημάτων. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε πυραύλους σε διάφορα ύψη και να λειτουργούν αρμονικά, όπως τα όργανα ενός σώματος. Έχουμε φέρει τη χώρα μας σε ένα συγκεκριμένο σημείο, αλλά δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό. Πρέπει να αυξήσουμε τις πυραυλικές μας δυνατότητες. Χτίζουμε ένα πολυεπίπεδο σύστημα, το Steel Dome μας. […]
Δεν έχουμε εγκαταλείψει ούτε τα F-35. Συζητάμε με τους συμμάχους μας την επιστροφή μας στο πρόγραμμα των F-35, το οποίο είναι τόσο πολιτική όσο και τεχνική διαδικασία. Η Τουρκία έχει αποκλειστεί άδικα από αυτό. Πάντα επικρίνουμε αυτό το βήμα που είναι ασυμβίβαστο με το πνεύμα της συμμαχίας. Συζητήσαμε το θέμα στις συναντήσεις μας με τον κ. Τραμπ και έχουν ξεκινήσει τεχνικές συνομιλίες. Ελπίζουμε να σημειώσουμε πρόοδο σε αυτό».
Από τις δηλώσεις Ερντογάν, από τη συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και από τις μεταξύ τους τηλεφωνικές συνομιλίες που έχουν προηγηθεί, από την τοποθέτηση ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα ενός δισεκατομμυριούχου φίλου του Τραμπ, τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία άμεση επαφή, ούτε τηλεφωνική ούτε προσωπική, με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ενώ δεν έχει αφιχθεί ακόμα στην Αθήνα η πρέσβης κυρία Γκιλφόιλ, προκύπτει ότι, τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία είναι αναβαθμισμένες, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τις ελληνοαμερικανικές.
Πέρα από τα καθαρά πολιτικά και γεωπολιτικά ζητήματα που καθορίζουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Τουρκία, υπάρχουν και άλλα ζητήματα και παράγοντες, καθαρά οικονομικοί, που αφορούν τις ΗΠΑ και την Τουρκία, αλλά και τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο.
Να υπενθυμίσουμε ότι στις αρχές Μαρτίου η αμερικανική Continental Resources, κορυφαία ιδιωτική εταιρία στον τομέα της εξόρυξης σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο δισεκατομμυριούχος Harold Hamm, στενός φίλος και υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε συμφωνία κοινοπραξίας με την τουρκική κρατική εταιρία πετρελαίων ΤΡΑΟ και την αμερικανική εταιρία TransAtlantic Petroleum, της οποίας αντιπρόεδρος είναι ο Τούρκος Selami Uras, για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη λεκάνη Άμιδας – Ντιγιαρμπακίρ και στην Ανατολική Θράκη.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του αμερικανικού κολοσσού, τον Τούρκο υπουργό Ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, αλλά και τις μελέτες και έρευνες που έκανε η ΤΡΑΟ, μόνο από τη λεκάνη της Άμιδας υπολογίζεται ότι θα εξορρυχθούν 6,1 δισεκατομμύρια βαρέλια σχιστολιθικού πετρελαίου και 12-20 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (tcf) σχιστολιθικού φυσικού αερίου, ενώ στη λεκάνη της Θράκης τα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου υπολογίζονται στα 20-45 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (tcf).
Ένας μέτριος υπολογισμός των παραπάνω δείχνει ότι η κοινοπραξία αυτή θα διαχειριστεί ενεργειακές πρώτες ύλες αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αν, δε, υπολογιστεί ότι υπάρχουν σχέδια για επέκταση των δραστηριοτήτων της κοινοπραξίας και σε άλλες περιοχές, όπως ο κόλπος των Αδάνων, τότε τα ποσά ανέρχονται σε δυσθεώρητα ύψη.
Αν συνυπολογιστεί μάλιστα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ χαράσσει προσωπικά την πολιτική των ΗΠΑ, με βάση και οικονομικά κριτήρια, τότε μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα επηρεαστούν από την παραπάνω συμφωνία, αλλά και από άλλες που ενδεχομένως είναι σε εξέλιξη και προετοιμάζονται.
Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικής επικοινωνίας του Έλληνα πρωθυπουργού με τον ηγέτη των ΗΠΑ, δημιουργεί τον κίνδυνο ο Ερντογάν να επηρεάσει τον Τραμπ να πάρει θέσεις στα Ελληνοτουρκικά που θα δημιουργήσουν επιπρόσθετες απειλές για την Ελλάδα.
Το θέμα είναι σοβαρό και πρέπει να βρεθεί λύση.