Η κυβέρνηση θα μπορούσε να καθυστερήσει κάποιες επαφές ως μέτρο έκφρασης δυσαρέσκειας, καθώς η Άγκυρα ενισχύεται μονομερώς από τον Δεκέμβριο του 2023, όταν υπογράφτηκε η Διακήρυξη των Αθηνών
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η έμμεση συμμετοχή της Τουρκίας σε αμυντικές και βιομηχανικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του Κανονισμού SAFE, αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα της Ελλάδας από την εποχή της πλήρους ένταξής της, στην τότε ΕΟΚ, το 1981.
Οι διαστάσεις της διπλωματικής ανεπάρκειας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και της διορισμένης -μη εκλεγμένης- πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών είναι αυταπόδεικτες. Αρκεί η σύγκριση με τη δεκαετία του ’80, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου μπλόκαρε τα Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα προς την Άγκυρα. Η δε συναίνεση του Κώστα Καραμανλή και του αείμνηστου Πέτρου Μολυβιάτη, το 2005, στην έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών Τουρκίας – Ε.Ε. δικαιώθηκε από τα γεγονότα. Γιατί επιβεβαιώθηκε, πλήρως, η εκτίμησή τους ότι δεν θα υπήρχε η παραμικρή πρόοδος στα επιμέρους διαπραγματευτικά κεφάλαια. Πραγματικά, μέχρι τα τέλη του 2009 «πάγωσαν» επίσημα τα 17 από τα 33 κεφάλαια και έκλεισε μόλις ένα «ήπιο», για θέματα έρευνας και επιστημών. Στα υπόλοιπα 15 κεφάλαια, οι διαπραγματεύσεις παραμένουν βαλτωμένες ως σήμερα και, ουσιαστικά, έχουν «παγώσει» κι αυτά, αλλά δεν υπάρχει λόγος επιβάρυνσης του κλίματος με επίσημη απόφαση.
Αντίθετα, μέσω των δανείων του SAFE, η Άγκυρα θα συμμετάσχει, σύντομα και από τη γραμμή της αφετηρίας, σε μεγάλα προγράμματα μαζί με τις αμυντικές βιομηχανίες ισχυρών μελών της Ε.Ε. Η, εκ των υστέρων, εκδοχή του κ. Μητσοτάκη, ότι θα διαπραγματευτεί σκληρά, στο αόριστο μέλλον, δεν έχει καμιά προστιθέμενη αξία. Γιατί αφενός ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν δεν θα έχει λόγο να υποχωρήσει, καθώς εισήλθε, από μια θεσμική κερκόπορτα, στον πυρήνα των κρίσιμων συμφερόντων της Ε.Ε. Αφετέρου, ορισμένες κυβερνήσεις εταίρων στην Ε.Ε. και πολύ περισσότερες αμυντικές βιομηχανίες τους (κρατικές και ιδιωτικές) θα έχουν προχωρήσει σε ευρύτερες και μακροχρόνιες συμφωνίες με την Τουρκία. Επομένως, οι συσχετισμοί θα είναι ακόμα πιο αρνητικοί για την Ελλάδα. Άλλωστε, η κυβέρνηση ήδη μετρά άλλες τρεις, πρόσθετες ήττες:
– Πρώτον, ο κ. Μητσοτάκης δεν αξιοποίησε τα ερείσματα που προβάλλεται ότι διαθέτει στο ΕΛΚ και την οικειότητα που διατηρεί με την πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα. Αντί να κρατήσει κάποια υποτυπώδη ουδετερότητα, η κυρία Μέτσολα στράφηκε, παρασκηνιακά, κατά των υπηρεσιακών παραγόντων της Κομισιόν που απλώς εξέταζαν το ενδεχόμενο ένταξης των διαδικασιών του SAFE στο άρθρο 212 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. Η κυρία Μέτσολα απείλησε ότι, αν υιοθετείτο το άρθρο 212 (λήψη αποφάσεων με ομοφωνία και όχι με ειδική πλειοψηφία), τότε θα προσέφευγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο!
– Δεύτερον, οι -από τα τέλη του 2024- διαρροές, για «καλή χημεία» του Έλληνα πρωθυπουργού με τον ηγέτη των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (και από τις 6 Μαΐου φέτος καγκελάριο) Φρίντριχ Μερτς δεν μεταφράστηκαν σε κάτι θετικό για τα συμφέροντα της χώρας. Ο κ. Μητσοτάκης υπέστη ψυχρολουσία κατά τη συνάντηση του Βερολίνου της 13ης Μαΐου, όταν ο καγκελάριος αντιμετώπισε με αδιαφορία το επιχείρημά του ότι η συνεργασία Ε.Ε. – Τουρκίας προϋποθέτει την υπογραφή επίσημης Συμφωνίας Άμυνας και Ασφάλειας. Το χάσμα είναι τόσο μεγάλο, ώστε η Γερμανία είναι η μόνη εταίρος στην Ε.Ε. προς την οποία το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δεν αποτόλμησε τη διενέργεια διαβήματος για τον SAFE, σε αντίθεση με τα -πολύ καθυστερημένα, βέβαια- διαβήματα προς τους υπόλοιπους 25 εταίρους. Εύκολα μπορεί να προβλεφθεί τι θα γίνει και στο Μεταναστευτικό.
– Τρίτον, μετά τον SAFE ακολουθεί, εντός του Ιουνίου ή του Ιουλίου, η υιοθέτηση του Κανονισμού EDIP (Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας) που θα χρηματοδοτήσει προγράμματα κοινής παραγωγής και επενδύσεων σε κρίσιμες τεχνολογίες και θα ενταχθεί στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο μετά το 2028. Και στον EDIP θα υπάρχουν γενικά κριτήρια επιλεξιμότητας για αμυντικές εταιρίες από τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία, αλλά οι ελληνικές προσπάθειες επιβολής ειδικότερων όρων έχουν κιόλας την ατυχή μοίρα των αντίστοιχων στον SAFE.
Κατόπιν όλων αυτών, η κυβέρνηση θα μπορούσε, ενδεχομένως, να καθυστερήσει κάποιες επαφές ως μέτρο έκφρασης δυσαρέσκειας, καθώς η Άγκυρα ενισχύεται μονομερώς από τον Δεκέμβριο του 2023, όταν υπογράφτηκε η Διακήρυξη των Αθηνών. Ωστόσο, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης προχωρεί σε αντίθετη κατεύθυνση. Φέρεται ότι υποσχέθηκε στον γ.γ. του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε, κατά τη συνάντησή τους στις 14 Μαΐου, ενισχυμένο διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας υπό την αιγίδα της Συμμαχίας.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»