Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ήταν στενάχωρη η Λαμπρή τον Απρίλιο του 2011. Σαν χωρισμός ήταν. Λες και δεν άξιζε τίποτε απ’ όσα ζήσαμε πρωτύτερα στη μετρημένη ζωή μας. Θαρρείς κι όλες οι έγκυρες εξηγήσεις απομακρύνθηκαν με βαριά τραύματα, καταλαβαίνοντας αφενός την αισθηματική γελοιότητα αυτών που δήθεν «με πόνο» μας βάλαν’ στα Μνημόνια κι αφετέρου το πολιτικό μασκαραλίκι που μας καταβρόχθιζε.
Ακόμα κι ο καιρός ξημέρωσε βαρύς.
Στεκόμουν με τον μικρό μου γιο και γυρίζαμε μονότονα τη σούβλα στην αυλή κάτω απ’ τον βαρύ ίσκιο του πατρικού. Γέμιζα ανόρεχτα τις ερωτήσεις του. Όλο ιστορίες παλιοημερίτικες γύρευε να μάθει. «Άμα δεις απάνω σου ένα φορτωμένο σύννεφο», τον ορμήνευα, «μην τρομάξεις! Θα ‘ναι ο παππούς σου ο Ηλίας που τρώγεται με τα ρούχα του και μαρσάρει ανυπόμονα το φορτηγό γιατί έχει πέσει σε τράφικο στους ουρανούς κι έχει ακόμα γεμάτα χιλιόμετρα ώσπου να φτάσει σπίτι».
«Μας βλέπει τώρα, μπαμπά;» ρώταγε έκπληκτος ο δικός μου.
«Ναι, γιε μου. Από μιαν αμετάκλητη θέα»…
Νικητές κι αιχμάλωτοι ήμασταν. Όπως η χαρά, έτσι κι η λύπη χρειάζεται ένα άλλο σύμπαν. Κι εμείς μπαινοβγαίναμε τα σύνορα.
«Στα κομμάτια!» σκέφτηκα εκείνη την ώρα και πήγα κατευθείαν στην αποθήκη, όπου είναι κρεμασμένο το παλιό σκαλισμένο μονόκαννο.
«Άλαλα τα χείλη των ασεβών/Και των μη προσκυνούντων -τους κερατάδες!- την εικόνα σου τη σεπτή»! Ακούστηκε βαριά η ντουφεκιά κατά πάνω στον μολυβένιο αέρα. Την πήρανε για λίγο τα διπλανά βουνά μέχρι που χάθηκε ο αντίλαλος.
Τσουγκρίσαμε ύστερα οι δυο μας το πασχαλινό αβγό με τελετουργική σοβαρότητα. Σαν να σφραγίζαμε μυστικά, συμφωνία από αυτές τις ακατάλυτες μεταξύ πατέρα και γιου.
Καλή Ανάσταση!