Αχ, ανόητη Αθήνα…

Του Μανώλη Κοττάκη

Κομοτηνή, απόγευμα Κυριακής 10ης Δεκεμβρίου. Μετά την παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αλεξανδρούπολη και κατά την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Δελιβάνη, η στάση στην αγαπημένη μου πόλη δεν είναι απλώς υποχρεωτική, είναι επιβεβλημένη. Κι ας λείπει κάτι από την παλιά της αίγλη.

Ψιλοβρέχει, έχει συννεφιά και στην είσοδό της, στο ύψος του παλιού «Ξενία» που σήμερα ρημάζει, αναζητώ πάλι τις μνήμες μου. Μου ‘ρχεται στο μυαλό ο στίχος του τραγουδιού του φίλου μου Θανάση Γκαϊφύλλια «Κομοτηνή, Κομοτηνή, λησμονημένη και γυμνή, κοιτάς το αύριο κρυφά πίσω απ’ τις γρίλιες». Η μελαγχολία μου φεύγει όταν, περπατώντας στην οδό Παρασίου, βλέπω την είσοδο ενός κέντρου διασκεδάσεως, εντός του οποίου ζήσαμε αξέχαστες στιγμές, του Ηχοδρομίου. Εκεί τραγουδούσαμε ανέμελοι στη δεκαετία του ’90: «Έλα να νιώσεις πώς είναι η ζωή και όλα τα ωραία στην Κομοτηνή». Κατεύθυνσή μας ήταν η οδός Νικολάου Ζωίδη. Εκεί ένας επιχειρηματίας από τα παλιά, ονόματι Πηλικίδης, έχει ανοίξει, στον χώρο όπου στεγαζόταν στο παρελθόν η μπουάτ Μηδέν, το Κον Κασέ, ένα μοντέρνο εστιατόριο με γεύσεις αποκλειστικά από τη Θράκη και από τη Μικρασία. Οι γεύσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη δεν είναι απλώς τέρψη. Είναι ταυτότητα. Καθετί έλκει την καταγωγή του από κάπου. Από μία χαμένη πατρίδα. Από ένα προσφυγικό χωριό. Από την Τραπεζούντα, από τις Σαράντα Εκκλησιές, από τη Μικρά Ασία, από την Ανατολική Θράκη γενικότερα. Κάθε γεύση κρύβει μια αντίληψη για τη ζωή.

Ήταν περασμένες τέσσερις το απόγευμα. Μιλήσαμε για λίγο με τον επιχειρηματία, η οικογένεια του οποίου στα φοιτητικά μου χρόνια είχε τον Θείο Βάνια στην κεντρική πλατεία της Κομοτηνής, άκουσα τα προβλήματα που πέρασε το κατάστημα, το οποίο άνοιξε έξι μέρες πριν από το τρίτο καθολικό lockdown στην πανδημία, κι έπειτα χάθηκα στις μνήμες.

Ωστόσο, ενώ έξω η βροχή έπεφτε με το τουλούμι «ράιτ θρου», που θα έλεγε και ο Ζαμπέτας, ένα πολύ μικρό γεγονός, απαρατήρητο και συνηθισμένο στους ντόπιους για να το αξιολογήσουν, αλλά πολύ προχωρημένο για μένα που νομίζω ότι καταλαβαίνω, κέρδισε την προσοχή μου.

Αίφνης άνοιξε η πόρτα και μπήκαν στο κατάστημα, στο οποίο συχνάζει στη συντριπτική του πλειονότητα χριστιανικός πληθυσμός, τέσσερις ωραιότατες νέες μουσουλμάνες με μαντίλες για να γευματίσουν μόνες. Η μία από τις τέσσερις, μάλιστα, στην οποία προφανώς δεν άρεσε και ιδιαίτερα η μαντίλα, φορούσε πάνω από αυτήν ένα ωραιότατο μαύρο καπέλο.

Αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι μπροστά σε μία μεταβολή. Στην παρέα έκανε εντύπωση μόνο η εικόνα και τίποτε άλλο, αλλά ευτυχώς ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το τίποτε άλλο. Το τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας που ζει στην Κομοτηνή είναι το πιο συντηρητικό και το πιο καταπιεσμένο, γιατί ζει υπό τη σκιά του τουρκικού προξενείου. Το οποίο φροντίζει να τιμωρεί και με τοποθέτηση στη μαύρη λίστα απαγόρευσης εισόδου στην Τουρκία όποιον μουσουλμάνο δεν εφαρμόζει την πολιτική του. Τα πράγματα στη γειτονική Ξάνθη και στον Έβρο είναι σχετικά πιο απελευθερωμένα και γι’ αυτό άλλωστε η τουρκική διπλωματία προσπαθεί να ελέγξει την εκπαίδευση στον νομό αυτόν στέλνοντας μετακλητούς δασκάλους σε εφαρμογή ελληνοτουρκικών μορφωτικών πρωτοκόλλων του ’68 με κύρια αποστολή την προπαγάνδα και την ισλαμοποίηση της φιλελεύθερης μειονοτικής ξανθιώτικης κοινωνίας. Στην Κομοτηνή όμως τα πράγματα είναι πιο σκληρά. Το προξενείο, ως φάντασμα, δεν αφήνει περιθώριο στους μουσουλμάνους. Η είδηση με τις τέσσερις νεαρές είναι τριπλή: Πρώτον, στο παρελθόν ήταν αδύνατον να συναντήσεις τέσσερις νεαρές μουσουλμάνες γυναίκες να γευματίζουν σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης ασυνόδευτες, πάντα ήταν μαζί κάποιο μέλος της οικογενείας τους. Στις περιοδείες που κάνουν μειονοτικοί υποψήφιοι βουλευτές μέσα στους μαχαλάδες οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να βρίσκονται στο ακροατήριο αλλά παρακολουθούν πίσω από τις πόρτες των σπιτιών τους. Στα τεμένη απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της προσευχής να προσέρχονται γυναίκες. Μόνο άντρες. Η παρουσία των γυναικών από τη μειονότητα σε χώρο εστίασης είναι είδηση. Σηματοδοτεί μία κεκαλυμμένη επανάσταση από την καταπίεση. Δεύτερον, ήταν εντελώς σπάνιο στο παρελθόν να συναντήσει κανείς σε χώρο εστίασης, τον οποίο επισκέπτονται στη συντριπτική τους πλειονότητα χριστιανοί κάτοικοι της Κομοτηνής, μουσουλμάνους ή μουσουλμάνες. Σήμερα συμβαίνει. Πρόκειται για ακόμα μεγαλύτερη επανάσταση. Τρίτον, εξίσου σημαντικό, η μαντίλα καταπιέζει. Το να φοράς καπέλο πάνω από τη μαντίλα, είτε επειδή αυτό σε προστατεύει από τη βροχή είτε επειδή αυτό είναι δικαιολογία γιατί σου αρέσει απλώς να φοράς καπέλο, όπως σε όλα τα κορίτσια της ηλικίας σου, είναι μια πολύ ισχυρή ένδειξη ότι η νέα γενιά της μειονότητας θέλει να νικήσει τον φόβο.

Πού καταλήγω; Ότι αυτοί που σχεδιάζουν πολιτική στην Αθήνα αδυνατούν να καταλάβουν τι συμβαίνει στο πεδίο. Προφανώς οι νέες αυτές γυναίκες δεν πρόκειται ποτέ να απαρνηθούν την τουρκική τους καταγωγή. Προφανώς! Αλλά το μέγα θέμα τους είναι να ζήσουν την ηλικία τους. Και επειδή στους καιρούς μας μέσω του διαδικτύου μπορούν και βλέπουν πώς ζει και ο υπόλοιπος κόσμος, κάνουν την επανάστασή τους με τον τρόπο τους. Χωρίς κανείς να μπορεί να τους πει ότι παραβίασαν οτιδήποτε. Αντί λοιπόν η Αθήνα, η ανόητη Αθήνα, να κάθεται να κουβεντιάζει με τους Τούρκους το θέμα της μειονότητας και να το ανάγει από εσωτερικό μας θέμα σε διμερές, καλό θα ήταν διακριτικά να δει πώς κοχλάζουν οι διεργασίες μέσα στο εσωτερικό των νεότερων γενεών της μειονότητας. Δεν πρόκειται για παιδιά που θα απαρνηθούν τους γονείς τους, τις θρησκείες τους, την ταυτότητά τους. Πρόκειται για παιδιά όμως που θέλουν να απαρνηθούν τον σκληρό εθνικισμό της γείτονος, που τα βασανίζει και τα ταλαιπωρεί και τα καταπιέζει επί δεκαετίες. Πρόκειται για παιδιά, επίσης, που, όπως επισημάναμε και χθες, αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλη είναι η αξία να έχεις ευρώ στο πορτοφόλι και ελληνικό διαβατήριο στην τσέπη κάθε φορά που βγαίνεις από τα σύνορα τα ελληνικά. Αν αυτό το μικρό περιστατικό στο Κον Κασέ μπορεί να συγκινήσει κανέναν εδώ στην Αθήνα, πολύ θα το εκτιμούσα. Γιατί δυστυχώς, όπως κατάλαβα σε μία τελευταία συνάντησή μου με αξιωματούχο τον οποίο ρώτησα, το μυαλό της Αθήνας είναι στο τι θα «δώσει» για να αφαιρεθεί, νομίζει, από την ατζέντα το θέμα της μειονότητας. Ενώ στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή το μέγα ζητούμενο είναι ότι οι γείτονες επιχειρούν και ασκούν βαθιά κυριαρχία εκτός από τη μειονότητα και στην πλειονότητα, αλλά και σε τμήμα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Προσπαθούν να βγάλουν ρίζες στους θεσμούς. Αν θέλουμε να τους αντιμετωπίσουμε, θα πρέπει να παίξουμε στα ίσα και από τα δεξιά τους. Με σεβασμό στη θρησκεία τους, αλλά και στην ελληνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα των κατοίκων αυτής της πόλεως. Υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρόν. Λαμπρούς δεν βλέπω μόνον.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

«Ρυτίδες» στο κράτος, «τρύπες» στα φρούρια

Έστω και ένα εικοσιτετράωρο αρκεί. Αρκεί για να συλλάβεις στον «αέρα» την ατμόσφαιρα. Το βράδυ της Δευτέρας μίλησα σε...

ΠΑΣΟΚ: Ο φτωχός συγγενής του Κυριάκου

Η επανεκλογή Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ, ενός μάλλον ανίσχυρου πολιτικού, ο οποίος κινείται στον ανυπόληπτο πλέον πανευρωπαϊκά χώρο της νεοφιλελεύθερης...

Κυβιστήσεις και απολύσεις, μπας και διασωθεί

Ο Αλέξης Πατέλης δεν άφησε και πολλά στη φαντασία με τη χθεσινή ανάρτησή του στα social media περί «παραίτησης»...

Νέα στρατηγική, αλλά με ποιον;

Υποτίθεται ότι τις προσεχείς ημέρες, και πάντως πριν από την ανάπαυλα των Χριστουγέννων, θα συνεδριάσει το ΚΥΣΕΑ υπό την...