Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος είναι ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του στρατού ξηράς στον πόλεμο απέναντι στους Ιταλούς εισβολείς. Έπεσε την 1η Νοεμβρίου 1940. Ανήκει σε αυτή τη δρακογενιά που αψήφησε τον φασισμό και κοίταξε με χαμόγελο τον Χάρο στα μάτια, σε μια κορυφαία στιγμή συλλογικής αιθρίας.
Νεαρό παιδί ο φλογερός πατριώτης Αλέξανδρος, από τη Χάλκη Δωδεκανήσου, κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και, δίχως δεύτερη σκέψη, έσπευσε στον πόλεμο του 1940 να σταθεί στην πρώτη γραμμή. Αυτόπτες μάρτυρες δηλώνουν πως λίγο πριν σκοτωθεί πρωτοστατούσε στη μάχη, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες του με απαράμιλλο ηρωισμό. Ωστόσο, ο αγώνας ήταν άνισος. Μια ριπή πολυβόλου τραυμάτισε θανάσιμα τον ανθυπολοχαγό, ο οποίος ξεψύχησε στα χέρια του στρατιώτη Μιχάλη Μάλαμα από τη Σαμαρίνα, στην τοποθεσία Τσούκα του Γράμμου.
Η τελευταία κατοικία του Αλέξανδρου Διάκου ήταν στο χωριό Ζούζουλη Καστοριάς, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, τόσο μακριά από τα πατρικά του χώματα, από τους σεβαστούς γονείς και τους αγαπημένους του φίλους. Ο θάνατός του συγκλόνισε το πανελλήνιο και οδήγησε τον ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη να γράψει το περίφημο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Μα, πάνω απ’ όλα, συγκλονίζουν οι γυναίκες που έκαναν τον θρήνο τους μοιρολόι σπαρακτικό.
Κάθε χρόνο, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, οι Ζουζουλιώτισσες γιαγιάδες μοιρολογούν με δάκρυα στα μάτια -με λόγια που οι μητέρες τους και οι γιαγιάδες τους είχαν συνθέσει- τον αείμνηστο εθνομάρτυρα, πάνω απ’ το μνήμα του στην παλαιά Ζούζουλη στον Γράμμο, το πρώτο βουνό της -αιώνιας μες στην ακινησία της- Πίνδου. Αιωνία η μνήμη.
«-Σήκω, Αλέξανδρε, απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα.
-Με τι ποδάρια να σ’ κωθώ, με τι χέρια να κάτσω, με τι ματάκια να σας δω, γλώσσα να σας μιλήσω;
Με σκότωσαν οι Ιταλοί στο δάσος μες στην Τσούκα, τρεις τουφεκιές μού ρίξανε, κι οι τρεις αράδα αράδα, η μια μού παίρνει στα πλευρά κι η άλλη στο κεφάλι, η τρίτη η φαρμακερή μού παίρνει στην καρδιά μου.
Ήταν πικρό το λάβωμα, φαρμάκι το μολύβι, το στόμα μ’ αίμα γιόμισε, τα χείλη μου φαρμάκι, με το μαντήλ’ τα σκούπισα κι έβαψε το μαντήλι, ιννιά ποτάμια το ‘πλυναν κι έβαψαν τα ποτάμια.
Μη λάχ’ περάσ’ κι η μάνα μου κι εβάψει την καρδιά της, μη λάχ’ περάσει κι η αδερφή μ’ κι εβάψει την καρδιά τους.
Πέρασ’ η αρραβωνιάρα μου κι έβαψε την καρδιά της.
Εσύ, καλή μ’, θα παντρευτείς κι άλλον άντρα θα πάρεις, ‘μενα με τρώει η μαύρη γης, στη Ζούζουλη ‘κει πάνου, κάνω την πλάκα πεθερά, την μαύρη γης γυναίκα, κι έχω στρατιώτες δίπλα μου γι’ αδέρφια, γι’ αξαδέρφια.
Ιδώ το λέγουν μαύρη γης, το λέγουν μαύρο χώμα, τρώει παιδιά ανύπαντρα, παιδιά αρραβωνιασμένα».
(Τα βασικά στοιχεία αντλήθηκαν από επετειακό αφιέρωμα του Επιμορφωτικού Συλλόγου Ζουζουλιωτών.)