Του Γιώργου Κ. Στράτου
Αυτό που συμβαίνει στην Πανεπιστημίου ξεπερνάει τους πιο θλιβερούς εφιάλτες που θα μπορούσαμε να έχουμε οι Αθηναίοι. Είναι απερίγραπτο και αδιανόητο. Υποτίθεται ότι ακολουθείται ένα «σχέδιο» της δημοτικής Αρχής το οποίο κατ’ ευφημισμόν βαφτίστηκε «Μεγάλος Περίπατος»! Πάνε πάνω από τρία χρόνια που άρχισε και κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει τελικά. Φοίνικες και ζαρντινιέρες που πληρώθηκαν χρυσάφι ξεράθηκαν και αποσύρθηκαν. Πλατάνια που θα μας έδιναν σκιά κι ανάσα ψάχνουν υπόγεια ρεύματα νερών κάτω από το οδόστρωμα της λεωφόρου μπας και φυτρώσουν κάποτε, λακκούβες ανοίγουν και κλείνουν χωρίς ούτε κι αυτοί που τις σκάβουν να ξέρουν τι θα τις κάνουν…
Στο μεταξύ, καθημερινά το απερίγραπτο κυκλοφοριακό κομφούζιο που έχει δημιουργηθεί από το στένεμα του δρόμου πνίγεται στον κουρνιαχτό των εργασιών και το να τον διασχίσεις καθίσταται για πεζούς και εποχούμενους κάτι σαν πορεία στην έρημο. Η παρομοίωση μη σας φαίνεται καθόλου υπερβολική, δεδομένου ότι την αίσθηση αυτή επιτείνουν η ματαιότητα και το άχρηστο και αχρείαστο αυτού του «φαραωνικών» διακηρύξεων εγχειρήματος, κάτι που διαπιστώνει όποιος μπορεί να δει καθαρά ακόμα και μέσα στα σύννεφα σκόνης.
Λες και χρειαζόταν κάποιου είδους παρέμβαση η λεωφόρος με τα μακράν φαρδύτερα πεζοδρόμια στην πρωτεύουσα, αν όχι σε όλη τη χώρα, για να γίνει πιο φιλική στους διαβάτες… Λες και δεν έφτανε η εμβληματική «αθηναϊκή τριλογία», όπως ονόμασε ο αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν τα τρία μνημειακά νεοκλασικά οικοδομήματα της Ακαδημίας Αθηνών, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και της Βαλλιάνειου Εθνικής Βιβλιοθήκης, που δημιούργησε μαζί με τον αδελφό του Κρίστιαν, για τον απαράμιλλης ομορφιάς χαρακτήρα της…
Όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην Αθήνα, όσοι εξακολουθούμε να έχουμε βιωματική σχέση μαζί της ως κάτοικοι, επαγγελματίες και κοινωνικοί άνθρωποι, και όχι ως «επισκέπτες» από άλλα μέρη της πόλεως, γνωρίζουμε καλά ότι το νεοελληνικό κράτος δεν συμπαθεί ιδιαιτέρως την πρωτεύουσά του. Μάλλον, ας το πούμε χωρίς περιστροφές, δεν την αγαπάει! Με την κατάντια της Πανεπιστημίου, φαίνεται πως και ο Δήμος της εμφορείται από τα ίδια αισθήματα…
Διαφορετικά, πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το χτύπημα στην καρδιά της και, μάλιστα, σ’ ένα από τα λίγα σημεία του κέντρου της που έδειχναν να αντέχουν στην επέλαση «ορδών» ποικίλης προελεύσεως; Ποιος εγκέφαλος, σε ποια στιγμή του λογισμού του και για ποιον λόγο, συνέλαβε αυτήν την άσκηση ταλαιπωρίας και καταστροφής, η οποία είναι προφανές ότι δεν θα παραγάγει κανένα απολύτως αποτέλεσμα; Η ανάπλαση της Πανεπιστημίου είχε προτεραιότητα, δεν είχαν άλλα πιο επείγοντα ζητήματα να αντιμετωπίσουν οι τεχνικές υπηρεσίες;
Δυστυχώς, αυτή είναι η κατάληξη όταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση χρησιμοποείται κατεξοχήν ως εφαλτήριο για την πολιτική ανέλιξη όσων σταδιοδρομούν σ’ αυτήν. Όταν η νίκη στον Δήμο Αθηναίων αφορά πρωτίστως συμβολισμούς για την κεντρική πολιτική σκηνή και όχι για τις επιπτώσεις που θα ‘χει στη ζωή των κατοίκων της. Όταν οι άνθρωποι που προκρίνονται για να διεκδικήσουν αυτόν το θώκο ούτε βιωματική σχέση έχουν με την πόλη αλλά ούτε και ενδιαφέρονται να την αποκτήσουν, αφού έτσι κι αλλιώς είναι… περαστικοί! Πώς λέμε «κάνουν τον περίπατό τους κι από ‘δω»; Και τη δική μας ζωή κόλαση…