Η πραγματοποίηση της επίσκεψης της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν αποτελεί μια ταπείνωση για την Κίνα, στο βαθμό ιδίως που η ηγεσία της είχε επιλέξει να ανεβάσει προκαταβολικά τους τόνους, με ηχηρές προειδοποιήσεις προς την αμερικανική πλευρά ότι ο κινεζικός στρατός (που την προηγουμένη εόρταζε την επέτειο ίδρυσής του) “δεν θα μείνει απαθής” απέναντι σε μια τέτοια “πρόκληση”.
Είναι μια ταπείνωση προσωπικά και για τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπινγκ (ο οποίος στο ανά πενταετία κομματικό συνέδριο το φθινόπωρο θα διεκδικήσει μια δίχως προηγούμενο τρίτη κατά σειρά θητεία), καθώς δεν επέφερε εκτόνωση της κρίσης η μακρά τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Τζο Μπάιντεν την προηγούμενη εβδομάδα.
Στο chicken game που απειλούνταν να εξελιχθεί ακόμη και σε θερμή σύγκρουση η Κίνα υποχώρησε πρώτη.
Διότι η δική της στρατηγική είναι αυτή της “ειρηνικής ανάδυσης” και οποιαδήποτε κλιμάκωση, σε χρόνο επιλογής του αντιπάλου και μάλιστα στο πεδίο της θάλασσας όπου η αμερικανική πλευρά έχει αδιαμφισβήτητη υπεροχή, θα ήταν μια κίνηση αυτοακύρωσης.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι σινο-αμερικανικές σχέσεις δεν έχουν πλέον τροποποιηθεί δραματικά και ότι η Κίνα δεν είναι υποχρεωμένη να απαντήσει σε επόμενο χρόνο.
Ο παραλληλισμός της υπόθεσης αυτής με την ουκρανική κρίση αστοχεί κατά το ότι η Ταϊβάν (επισήμως: η Δημοκρατία της Κίνας) δεν είναι για το Πεκίνο μια γειτονική ξένη χώρα, αλλά (de facto αποσχισθέν από το 1949) τμήμα της επικράτειάς του, η οποία de jure νοείται ενιαία, με βάση το δόγμα της “Μίας Κίνας” που έχει την διεθνή (και διακηρυκτικά και την αμερικανική) συναίνεση.
Η μετάβαση στην Ταϊβάν, και μάλιστα με στρατιωτικό αεροσκάφος και την αντίστοιχη υποστήριξη από αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή, του τρίτου προσώπου στην συνταγματική ιεραρχία των ΗΠΑ αποτελεί την πιο αναβαθμισμένη εδώ και τουλάχιστον 25 χρόνια πολιτική επαφή των δύο πλευρών και αντικειμενικά ενισχύει τις ταϊβανικές πολιτικές δυνάμεις, όπως η νυν πρόεδρος Τσάι Ινγκ-βεν, που διεκδικούν την παγίωση και νομιμοποίηση της απόσχισης της νήσου, μέσω μιας επίσημης ανακήρυξης ανεξαρτησίας.
Για το Πεκίνο, πάλι, που ομνύει στην “ειρηνική επανένωση” της Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα (με υπόρρητο χρονικό ορίζοντα το 2049, εκατοστή επέτειο ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας), οποιαδήποτε ανακήρυξη ανεξαρτησίας αποτελεί casus belli.
Μολονότι δε η Νάνσι Πελόζι στην ανακοίνωσή της από το έδαφος της Ταϊβάν φρόντισε να υποσημειώσει, κατά “πολιτικά ορθό” τρόπο, ότι προσυπογράφει την αρχή της “Μίας Κίνας” και τις παλαιότερες σινο-αμερικανικές κοινές διακηρύξεις επί του θέματος, φρόντισε να επιδεινώσει την προσβολή προς το Πεκίνο, χρωματίζοντας ιδεολογικά την επίσκεψή της ως “χειρονομία αλληλεγγύης προς μία ανθηρή δημοκρατία”, η οποία ζει υπό την απειλή του “αυταρχισμού”.
Τόσο ανθηρή, είναι η αλήθεια, τουλάχιστον από τότε που έπαψε να αποτελεί δικτατορία, ώστε διοργανώθηκαν διαδηλώσεις όχι μόνο υπέρ αλλά και κατά της επίσκεψης Πελόζι.
Και ενώ η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής έχει ήδη εγκαταλείψει την Ταϊβάν, η νήσος βιώνει ήδη τις πρώτες επιπτώσεις, με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να δεσμεύουν για ασκήσεις μεγάλες θαλάσσιες περιοχές, σε απόσταση ακόμη και μικρότερη των 12 μιλίων από τις ακτές, προχωρώντας σε οιονεί ναυτικό αποκλεισμό.
Δεδομένου του γεγονότος ότι η επίσκεψη Πελόζι δεν είχε τις ευλογίες του προέδρου Μπάιντεν μένει κανείς με την απορία αν ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχει χάσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον ή απλώς συμμετέχει σε ένα παιχνίδι κατανομής ρόλων.
Όποια και αν είναι η απάντηση, το Πεκίνο είναι υποχρεωμένο να οδηγηθεί στο ίδιο συμπέρασμα, που προηγουμένως συνήγαγε και η Μόσχα: οι ΗΠΑ δεν είναι “agreement capable” και δεν έχει νόημα να επενδύει κανείς σε σενάρια win-win συνεννόησης μαζί τους.
Ο ίδιος δρόμος οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη σύσφιξη της σύμπραξης με τη Ρωσία, σε διάψευση των προσδοκιών ότι η Κίνα μπορεί να παρακολουθεί τη σύγκρουση της τελευταίας με την Δύση ως ένας υπεράνω τριβών τρίτος.
Η λεγόμενη “παγίδα του Θουκυδίδη” μοιάζει να επαληθεύεται. Η κατεστημένη υπερδύναμη, βλέποντας την ηγεμονία της να υπονομεύεται από την οικονομική και πολιτική ανάδυση ενός ανταγωνιστή, επιλέγει να κινηθεί αυτή “αναθεωρητικά”, ανοίγοντας μέτωπα όπου κυριαρχεί η λογική του στρατιωτικού της πλεονεκτήματος. Η ασυμμετρία είναι χαρακτηριστική: η Κίνα, που αρέσκεται στον σχεδιασμό στη μακρά διάρκεια, επιδιώκει να “αγοράσει χρόνο”, ενώ η Αμερική “επισπεύδει”.
Σε αντίθεση με τον Πούτιν που αισθάνθηκε πλέον έτοιμος για την μετωπική σύγκρουση, μετά από οκτώ χρόνια αναμέτρησης στο ουκρανικό πεδίο και ενώ έχει μεσολαβήσει ο επανεξοπλισμός της Ρωσίας, η Κίνα ελίσσεται.
Πηγή: capital.gr