Κάτω από 1.000 ευρώ έχουν στις τράπεζες 7 στους 10 Έλληνες. Οι μισθοί χάνονται στον κυκεώνα της ακρίβειας, τα νοικοκυριά στενάζουν και η αποταμίευση έχει γίνει «σπορ» για λίγους
Σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες έχουν καταθέσεις κάτω από 1.000 ευρώ. Δηλαδή, έχουν στην «άκρη» μόλις έναν μέσο μισθό, ύστερα από εργασία ετών. Η πραγματικότητα διαψεύδει κάθε κυβερνητική προσπάθεια να πείσει για υψηλή ανάπτυξη και ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων. Σε απόλυτους αριθμούς, οι μηνιαίες αποδοχές έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, όμως «ροκανίζονται» από τους φόρους και την ακρίβεια, με αποτέλεσμα η χώρα μας να ανταγωνίζεται μόνο τη γειτονική Βουλγαρία σε επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος.
Η κυβέρνηση πάντως στηρίζει το αφήγημά της και στο επίπεδο των καταθέσεων, εκτιμώντας πως όχι μόνο έχει επανέλθει η εμπιστοσύνη των πολιτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο «πριμοδοτεί» με κάθε τρόπο, αλλά και ότι οι φορολογούμενοι… αποταμιεύουν! Τα στοιχεία όμως της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), που δόθηκαν στη δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες, αναφέρουν ότι το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και έγινε βαθύτερα αρνητικό στο α’ τρίμηνο του 2025. Συγκεκριμένα, η αποταμίευση προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2024, ενώ στο σύνολο της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 0,1 μονάδα. Η χώρα μας καταλαμβάνει για μια ακόμα φορά την τελευταία αρνητική θέση σε άλλον έναν καίριο δείκτη της οικονομίας, αναδεικνύοντας πως τα υπερπλεονάσματα που καταγράφει η πορεία του Προϋπολογισμού όχι μόνο δεν αγγίζουν την πραγματική οικονομία, αλλά οδηγούν στον περαιτέρω «στραγγαλισμό» της.
Τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως οι Έλληνες αυξάνουν τον δανεισμό, καθώς το διαθέσιμο εισόδημά τους δεν επαρκεί για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες δαπάνες τους, μειώνοντας την αποταμίευση και τις επενδύσεις τους. Επίσης, ετησίως, με βάση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε μόλις κατά 0,7%, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες τους αυξήθηκαν κατά 6,7%. Η αιτία φυσικά βρίσκεται στον τομέα της ακρίβειας και της εκτόξευσης του πληθωρισμού σε τρόφιμα και υπηρεσίες, με τις συνεχείς ανατιμήσεις να μαίνονται ανεξέλεγκτες στη χώρα μας, καθώς όποιες κυβερνητικές προσπάθειες για συγκράτηση των τιμών έχουν πέσει στον γκρεμό (ΒΛΕΠΕ ΠΙΝΑΚΑ 1).
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της αύξησης των καταθέσεων πρέπει να εστιάσει κανείς στις καταθέσεις των νοικοκυριών, χωρίς τα Ιδιωτικά Μη Κερδοσκοπικά Ιδρύματα (ΙΜΚΙ), τα οποία προστίθενται από την Τράπεζα της Ελλάδος στη λίστα, και κυρίως χωρίς τις επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί οι καταθέσεις των επιχειρήσεων εμφανίζουν στρεβλώσεις που ενδέχεται να οδηγήσουν σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Πολύ σχηματικά, όταν μια τράπεζα χορηγεί δάνειο σε μια εταιρία για την υλοποίηση μιας επένδυσης, το μεγαλύτερο κομμάτι της δανειοδότησης παραμένει για μήνες στον τραπεζικό της λογαριασμό, καθώς η επένδυση πραγματοποιείται σταδιακά και συνήθως σε επίπεδο διετίας.

Τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος δείχνουν πως την τελευταία πενταετία οι καταθέσεις των νοικοκυριών έχουν καταγράψει σημαντική αύξηση άνω των 30 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό, αν αναλογιστεί κανείς πως την περίοδο που η χώρα μας μπήκε στη διαδικασία των καταστροφικών Μνημονίων είχαν κάνει «φτερά» από τη χώρα καταθέσεις ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι αν… πλούτισαν τόσο γρήγορα οι Έλληνες. Τον Δεκέμβριο του 2019 οι καταθέσεις μόνο των νοικοκυριών άγγιζαν τα 114,57 δισ. ευρώ. Τον αντίστοιχο μήνα του 2024 διαμορφώνονταν στα 148,24 δισ. ευρώ, για να καταγράψουν μικρή πτώση τον φετινό Ιούνιο στα 147,45 δισ. ευρώ. Σημειώνεται πως πάντα το ύψος των καταθέσεων στο τέλος του έτους εμφανίζεται αυξημένο λόγω της καταβολής του δώρου Χριστουγέννων στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (ΒΛΕΠΕ ΠΙΝΑΚΑ 2).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), το 71% των καταθετών στην Ελλάδα διαθέτει τραπεζικούς λογαριασμούς με υπόλοιπα μικρότερα των 1.000 ευρώ, κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 2,7 δισ. ευρώ. Αντίθετα, το 0,8% των καταθετών, περίπου 250.000 φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατέχει λογαριασμούς με υπόλοιπο άνω των 100.000 ευρώ, στους οποίους συγκεντρώνεται το 44,3% του συνόλου των καταθέσεων, δηλαδή περίπου 92,5 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία δείχνουν πως οι μικροκαταθέτες της χώρας (ποσά έως 5.000 ευρώ) όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά μειώθηκαν την τελευταία 5ετία. Αντιθέτως, αυξήθηκαν όσοι είχαν καταθέσεις άνω των 50.000 και των 100.000 ευρώ (ΒΛΕΠΕ ΠΙΝΑΚΑ 3).
Οι οικογένειες στο τέλος του μήνα έχουν έλλειμμα 50 ευρώ
Η αύξηση των καταθέσεων που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση αφορά τους έχοντες και όχι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Στην Ελλάδα του 2025 δεν μπορεί να σταθεί οικογενειακός προϋπολογισμός ακόμα και με έναν μικτό μισθό που υπερβαίνει τα 1.400 ευρώ. Μετά τον φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές τού μένουν σχεδόν 1.100 ευρώ «καθαρά», το ποσό δηλαδή που βλέπει κάθε μήνα στον τραπεζικό του λογαριασμό και αποτελεί σχεδόν τον μέσο μηνιαίο μισθό στην Ελλάδα.
Από αυτά, σε μηνιαία βάση καταβάλλει:
-ενοίκιο 500 ευρώ,
-Λογαριασμούς (ρεύμα, νερό, κινητό) 150 ευρώ,
-κοινόχρηστα 50 ευρώ (κατά μέσο όρο ετησίως),
-διατροφή 300 ευρώ,
-μετακινήσεις 150 ευρώ,
-λοιπά έξοδα (δόση δανείου ή έκτακτες δαπάνες) 150 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, ο φορολογούμενος του συγκεκριμένου παραδείγματος, που «φωτογραφίζει» τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο τόσο σε επίπεδο μηνιαίων απολαβών όσο και εξόδων, έχει έλλειμμα 50 ευρώ μηνιαίως. Μόνο στην περίπτωση που δεν βαρύνεται με κάποιο δάνειο ή δεν διαθέτει και ένα σπίτι, π.χ., στο χωριό από κληρονομιά, όπου θα πρέπει να καταβάλει και ΕΝΦΙΑ, μπορεί να ισοσκελίσει τα έσοδα με τα έξοδά του.
Φυσικά, στα παραπάνω δεν έχουν υπολογιστεί «πολυτέλειες», όπως μια έξοδος για φαγητό ή ποτό, θέατρο, έναν καφέ στο χέρι ή αν είναι καπνιστής. Η μόνη περίπτωση που μπορεί να καταφέρει να βάλει χρήματα στην άκρη είναι το νοικοκυριό να αποτελείται από δύο μέλη (ένα ζευγάρι) που εργάζονται και οι δύο.
Ακόμα πιο δύσκολη είναι η κατάσταση για οικογένειες με παιδιά, οι οποίες έχουν αυξημένα έξοδα – ακόμα και στην περίπτωση που εργάζονται και οι δυο γονείς με τον μέσο μισθό, παραμένει άγνωστη η λέξη «αποταμίευση». Το μόνο που ίσως σώζει την κατάσταση στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα είναι ο 13ος και ο 14ος μισθός, που στην πλειονότητά του κατευθύνεται σε δόσεις δανείων, ρυθμίσεις χρεών ή άλλες φορολογικές υποχρεώσεις και λογαριασμούς.
«Φέσια»
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός πως τους τελευταίους μήνες διογκώνονται τα «φέσια» προς την Εφορία. Είναι ενδεικτικό πως, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των φυσικών προσώπων που οφείλουν από 50 έως 500 ευρώ, και συγκεκριμένα κατά 24.820 πρόσωπα. Όλα τα φυσικά πρόσωπα χρωστούν στην Εφορία το ποσό των 42,57 δισ. ευρώ. Το στοιχείο όμως που δείχνει το μέγεθος του προβλήματος αποτελεί το πεδίο οφειλής έως 10.000 ευρώ. Σε αυτή την κατηγορία βρίσκονται 3.450.400 άτομα, που οφείλουν συνολικά 38 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το 1/3 του πληθυσμού της χώρας μας χρωστά στην Εφορία κάτω από 10.000 ευρώ. Στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν είναι «μπαταχτσήδες», αλλά φορολογούμενοι που βρίσκονται στο όριο των οικονομικών τους αντοχών, λόγω και των αυξημένων υποχρεώσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Κάθε χρόνο ένα νοικοκυριό ξοδεύει κατά μέσο όρο σε δαπάνες το ποσό των 20.223,36 ευρώ (στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το έτος 2023) ή 1.685,28 τον μήνα. Μάλιστα, τα μισά ελληνικά νοικοκυριά (ποσοστό 50%) δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ τον μήνα, δηλαδή πάνω από έναν μέσο μισθό. Με τις δαπάνες να έχουν αυξηθεί μέχρι σήμερα, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί στις επόμενες ανακοινώσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, θα προκύψει άλλο ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμπέρασμα: ακόμα και η αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ μικτά, για την οποία έχει δεσμευτεί προεκλογικά η κυβέρνηση, δεν επαρκεί για τα μηνιαία έξοδα ενός ελληνικού νοικοκυριού. Σημειώνεται πως, με τα σημερινά δεδομένα, αυτός ο μισθός αντιστοιχεί σε 1.150 ευρώ «καθαρά» τον μήνα.

Η μεσαία τάξη χάθηκε στη λαίλαπα των φόρων
Η κυβέρνηση διατυμπανίζει πως τα μέτρα στήριξης που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στην ερχόμενη ΔΕΘ θα αφορούν τη λεγόμενη «μεσαία τάξη». Πρόκειται για την οικονομική ομάδα του πληθυσμού που κράτησε όρθια τη χώρα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και τα πρώτα χρόνια των σκληρών Μνημονίων, μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα που είχε συγκεντρώσει, οδηγώντας την στον αφανισμό.
Σήμερα, το αφορολόγητο για τους μισθωτούς κυμαίνεται από 8.636 έως 12.000 ευρώ, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση. Το ισχύον φορολογικό πλαίσιο συνοδεύεται από αντίστοιχη έκπτωση φόρου:
-777 ευρώ χωρίς εξαρτώμενα τέκνα,
-810 ευρώ για ένα τέκνο,
-900 ευρώ για δύο τέκνα,
-1.120 ευρώ για τρία τέκνα,
-1.340 ευρώ για τέσσερα τέκνα.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, όποια ενίσχυση των εισοδημάτων «ροκανίζεται» από τις κλίμακες των φορολογικών συντελεστών, που παραμένουν αμετάβλητοι. Έτσι, ακόμα και με τη λήψη ενός επιδόματος οδηγείται μια οικογένεια σε υψηλότερη φορολογική κλίμακα, «φουσκώνοντας» το εκκαθαριστικό της Εφορίας.
Στην ουσία, το ίδιο το φορολογικό σύστημα, σε συνδυασμό με τον επίμονο πληθωρισμό (που μόνο εισαγόμενος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον), μειώνει ακόμα περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποταμίευση. Σε αυτό συνηγορεί, άλλωστε, και μια σειρά από έρευνες και μελέτες. Για παράδειγμα, τα αποτελέσματα της έρευνας οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ του περασμένου Ιουνίου έδειξαν πως ο δείκτης πρόθεσης για αποταμίευση στην Ελλάδα, για τους προσεχείς 12 μήνες, υποχώρησε στις -67,7 μονάδες, από -65 τον Μάιο. Επίσης, το 84% των ελληνικών νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο, όταν οι σχετικοί δείκτες ήταν στις +7 μονάδες στην Ε.Ε. και στις +7,5 στην ευρωζώνη. Στην ίδια έρευνα του ΙΟΒΕ καταγράφεται ότι το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει πως «μόλις τα βγάζει πέρα» είναι στο 61%, δηλαδή 6 στους 10 Έλληνες εργάζονται μόνο για να ζήσουν και να πληρώνουν φόρους, λογαριασμούς και υποχρεώσεις.
Ποσοστό αποταμίευσης το α’ τρίμηνο 2025 ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Ποσοστό αποταμίευσης | |
Ουγγαρία | 1,6 |
Ολλανδία | 0,7 |
Βέλγιο | 0,7 |
Δανία | 0,6 |
Ιταλία | 0,5 |
Γαλλία | 0,4 |
Πολωνία | 0,2 |
Ε.Ε. | 0,2 |
Ευρωζώνη | 0,1 |
Γερμανία | -0,6 |
Ισπανία | -0,6 |
Φινλανδία | -0,8 |
Σουηδία | -0,9 |
Τσεχία | -1,4 |
Αυστρία | -1,7 |
Πορτογαλία | -3 |
Ελλάδα | -3,6 |
Πηγή: Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat)
Η πορεία των καταθέσεων την τελευταία 5ετία ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Περίοδος | Καταθέσεις |
Δεκέμβριος 2019 | 114,57 δισ. € |
Ιούνιος 2020 | 117,25 δισ. € |
Δεκέμβριος 2020 | 124,09 δισ. € |
Ιούνιος 2021 | 128,32 δισ. € |
Δεκέμβριος 2021 | 132,95 δισ. € |
Ιούνιος 2022 | 134,37 δισ. € |
Δεκέμβριος 2022 | 139,18 δισ. € |
Ιούνιος 2023 | 140,63 δισ. € |
Δεκέμβριος 2023 | 144,65 δισ. € |
Ιούνιος 2024 | 143,70 δισ. € |
Δεκέμβριος 2024 | 148,24 δισ. € |
Ιούνιος 2025 | 147,45 δισ. € |
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΤΕ)
Ο «χάρτης» των καταθέσεων ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Τέλος 2024 | Τέλος 2019 | Ημερομίσθιο (€) |
Από 0 € – 1.000 € | 71% | 71,9% |
1.001 € – 5.000 € | 13% | 13,8% |
5.001 € – 50.000 € | 13,7% | 12,5% |
50.001 € – 100.000 € | 1,5% | 1,2% |
Πάνω από 100.001 € | 0,8% | 0,6% |
Πηγή: Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ)
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»