Η αγραμματοσύνη, η αδιαφορία για τη γλώσσα, η απαξίωση του εθνικού πολιτισμού είναι επιλογές της ελίτ, οι οποίες δυστυχώς έχουν επηρεάσει μέγα κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό εκδηλώνεται σε καθημερινή βάση σε πολλά πεδία της καθημερινότητας και έγινε σε όλους αντιληπτό και με τη ραγδαία πτώση των βάσεων σε σχολές που κάποτε ήταν περίβλεπτες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι φέτος η βάση για το τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν 11.838 μόρια (πτώση 120 μορίων σε σχέση με το 2024) και για τη σχολή Φιλοσοφίας στην Αθήνα 11.365 μόρια (πτώση 385 μορίων σε σχέση με το 2024). Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι άλλες σχολές στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Η υποτίμηση της Φιλολογίας, της Φιλοσοφίας, της Αρχαιολογίας, της Ιστορίας ξεκίνησε από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό και επεκτάθηκε σαν πυρκαγιά στην… εύφλεκτη κοινωνία μας. Έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση στην οποία οι πολίτες καλούνται να απαρνηθούν τα ισχυρότερα όπλα που χρησιμοποίησε το έθνος μας για να ακμάσει, να ξεχωρίσει, να επιβιώσει.
Η φιλολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δυνατότητα της συστηματικής προαγωγής, υπεράσπισης και μελέτης της γλώσσας μας – κι αυτή βάλλεται καθώς και όλα όσα προκύπτουν από τη σωστή χρήση της: ο ορθολογισμός, η ανάλυση και η σύνθεση όσων ακούμε και διαβάζουμε, η κριτική εξέταση των δεδομένων και η εξαγωγή συμπερασμάτων για τα ζητήματα που μας απασχολούν.
Ας μη λησμονούμε πως πέρασαν νομοθεσίες «απλοποίησης», δηλαδή φτωχοποίησης της ελληνικής γλώσσας: Το πρώτο πλήγμα έγινε το 1978 με την κατάργηση της καθαρεύουσας και το δεύτερο το 1982 με την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στους δρόμους, στις πλατείες, στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, στο διαδίκτυο και οπουδήποτε αλλού υπάρχει η ανάγκη έκφρασης.
Η ελληνική γλώσσα σταδιακά καταντά μια ευτελισμένη, «ελληνέζικη» παραφθορά της αυθεντικής, η οποία βρίθει εκφράσεων στην αγγλική – και μάλιστα μιας αμερικανικής εκδοχής της, που μιλιέται σε κύκλους περιθωριακών, παραβατικών ατόμων.
Η Ιστορία και η Αρχαιολογία είναι δρόμοι για να μάθουμε το παρελθόν μας, να διδαχθούμε από αυτό, να διασώσουμε και να αναδείξουμε τα υλικά τεκμήρια των παλαιότερων εποχών και να αναπτύξουμε συνείδηση εθνική και ανθρωπιστική.
Το κράτος, που έχει εδώ και καιρό προσαρμοστεί στην προκρούστεια κλίνη της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης, αποθαρρύνει τους νέους από το να ασχοληθούν με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Όταν τις επιλέξουν και δείξουν ότι θέλουν να ακολουθήσουν τον δρόμο της εκπαίδευσης, εργαζόμενοι ως δάσκαλοι, καθηγητές, αρχαιολόγοι ή σε κάποιον άλλον συναφή κλάδο, τους κακοπληρώνει, τους αφήνει για χρόνια αδιόριστους, τους περιθωριοποιεί.
Είναι αυτονόητο ότι έτσι όχι απλώς δεν θα πάμε μπροστά. Δεν θα πάμε πουθενά. Είναι άμεση η ανάγκη στήριξης του εθνικού μας πολιτισμού.
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»