Από τον Κωνσταντίνο Σχοινά
Καθόμουν στὸ πεζοδρόμιο, στὰ τραπεζοκαθίσματα τοῦ μαγειρείου. Ἡ ζέστη ἦτο μᾶλλον ἀνυπόφορος. Μὲ περιέβαλλαν περίπου δέκα πελάται, πρωτίστως αὐτοκινητισταὶ ποὺ τὰ ὀχήματά των ἐστάθμευαν πλησίον τοῦ καταστήματος, ἀναμένοντα ματαίως πελάτην σὲ ὥρα ῥαστώνης μεσημβρινῆς. Στήλη καπνοῦ ἀχνοφαινόταν στὸ βάθος, πάνω ἀπὸ τὰ κτήρια τῆς πόλεως, μὲ ἀσαφὲς τὸ ἀκριβὲς σημεῖον ἀφετηρίας, ὡστόσο ὁπωσδήποτε σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας. Τότε ἤχησεν τὸ κινητὸν τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν ταξιτζήδων (καὶ μόνον αὐτοῦ μεταξὺ τῶν θαμώνων) μὲ τὸ χαρακτηριστικὸν στρίγγλισμα τοῦ 112. Ὁ ἄνδρας ἔφερεν ἐνώπιόν του τὴν ὀθόνην καὶ ἐδιάβασεν ὅτι ὀφείλει νὰ κρατᾶ κλειστὰ τὰ παράθυρα καί, ἄν εἶναι ἐφικτό, νὰ μετακινηθεῖ πρὸς τὸν γειτονικὸν δῆμον τῆς πόλεως.
– Ποῦ νὰ πᾶμε τώρα, ῥὲ! Ἐδῶ παραγγείλαμε σαρδελίτσα καὶ τσιπουράκι κιόλας.
Οἱ ἄλλοι δὲν ἐφάνησαν νὰ διαφωνοῦν, ὡστόσο τὸν ἐκοίταξαν ὀλίγον δυσθύμως καὶ καχυπόπτως. Ἐκεῖνος, ἀπορημένος, τοὺς ἐρώτησε χωρὶς νὰ ἀποβάλει πλήρως τὸ χαμόγελον, μὰ μετριάζοντάς το, ἄν εἶχε συμβεῖ τίποτε περίεργο. Ἕνας εἶπε:
– Καλὰ, ῥέ, τί ἔχεις κάνει καὶ εἰδοποιοῦν μόνο ἐσένα; Κι ἑμεῖς ἐδῶ δίπλα σου δὲν καθόμαστε;
– Ποῦ νὰ ξέρω, ῥὲ παιδιά; Ποῦ νὰ ξέρω πῶς λειτουργοῦν τὰ ψηφιακά τους τὰ μαραφέτια;
– Ἄσε, ῥὲ, τώρα, θὰ εἶσαι σὲ καμιὰ λίστα περασμένος. Ὅλα μιλημένα, ῥέ!
Ἐπεκράτησε ἀμηχανία ἑωσότου σκάσουν ὅλοι ταυτοχρόνως στὰ γέλια καὶ τσουγκρίσουν τὰ ποτήρια ποὺ μόλις εἶχαν σερβιρισθεῖ.
– Ἄντε, στὴν ὑγειά μας, ῥέ! Μὲ ψαρώσατε ἄσχημα, νὰ ποῦμε. Λέω, θὰ ζητήσουν αὐτοὶ καμιὰ ἔρευνα στὰ κινητά μου ἀπὸ τὸ 2020 καὶ μετά.
– Ἑμεῖς δὲν θὰ σὲ κάναμε τίποτα. Ἡ γυναῖκα σου μὴν ξεκινοῦσε τέτοια ἔρευνα…
– Ἡ Ῥουμάνα εἶναι γατάκι μπροστὰ στὴ γυναῖκα μου!
Καθὼς νέον κῦμα γέλωτος ἐκρήγνυτο, ἐθεάθη δροσερὰ παρουσία ἐπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια των:
– Μὲ συγχωρεῖτε, ἑσεῖς εἶστε ἀπὸ τὰ ταξὶ ἀπέναντι;
Αἱ κεφαλαὶ ἐκινήθησαν συντονισμένως τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἕνα κῦμα ἀπὸ σαλπίσματα τῶν ὑπολοίπων κινητῶν τηλεφώνων κατέκλυζε τὸν ἐλαφρῶς καπνιστὸν ἀέρα. Ὁ ἕως τότε εἰς τὸ ἐπίκεντρον τῆς προσοχῆς εὑρισκόμενος αὐτοκινητιστὴς ἔλαβε τὸν λόγον:
– Ἐδῶ αὐτὸς εἶναι πρῶτος στὴν οὐρά μας στὴν πιάτσα, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τώρα δὰ πρέπει νὰ κρυφτοῦν! Βάρεσαν οἱ συναγερμοί τους.
Αἰφνιδιασθέντες ἀπὸ τὴν περίσσεια θράσους, οἱ ὑπόλοιποι ἐσχολίασαν χαμηλοφώνως τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀλλουνοῦ νὰ ἐλίσσεται στοὺς λαβυρίνθους τῶν παραθύρων εὐκαιριῶν, ἀλλὰ ὥς ἐκεῖ καὶ μετεκινήθησαν μὲ τὰς σαρδέλας πρὸς τὰ ἐσώτερα τοῦ ταβερνείου.
Πού να γράφουμε τώρα, ρε! παραγγείλαμε τσιπουράκι