Του Γιώργου Χαρβαλιά
Ο σοφός λαός μας λέει ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ειδικά όταν είναι αδύνατο να εκφράσουν το συναίσθημα. Και το συναίσθημα της οδύνης, όταν η απώλεια είναι βαριά και αναπάντεχη, δεν περιγράφεται με λέξεις.
Ο Παύλος «έφυγε» ξαφνικά προχθές, αλλά εγώ είμαι βέβαιος ότι τον ακούω δίπλα μου. Να με πειράζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, τη ζωντάνια ενός ανθρώπου, πάντα κεφάτου, που έβλεπε τη ζωή με μεγάλη δόση χιούμορ.
Γνωριστήκαμε ένα απομεσήμερο του 2022, μέσω του κοινού μας φίλου και καλού συναδέλφου Νίκου Μελέτη. Τον συνάντησα στο γραφείο του για να συζητήσουμε την έκδοση ενός βιβλίου για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, που μόλις είχα τελειώσει. «Μην τυπώσεις πολλά», θυμάμαι ότι του είπα, «γιατί θα σου μείνουν. Ο κόσμος πλέον δεν διαβάζει, ειδικά τόσο βαριά θέματα. Και βαριέται να ακούει για την Κατοχή και τις αποζημιώσεις. Προτιμά να βλέπει το χρήμα που αφήνουν σήμερα οι Γερμανοί τουρίστες».
Ο Παύλος χαμογέλασε, άναψε ένα τσιγάρο και μου είπε: «Θες να πάμε ένα στοίχημα; Υπάρχει κι άλλος κόσμος που δεν βλέπεις. Το βιβλίο θα πάει σφαίρα. Θα τυπώσω και θα ξανατυπώσω, να είσαι σίγουρος».
Είχε δίκιο. Τύπωσε και ξανατύπωσε. Γιατί είχε το ένστικτο του εκδότη, που κληρονόμησε από τον αείμνηστο πατέρα του, αλλά είχε παράλληλα και εμπορικό δαιμόνιο.
Κινητήρια δύναμη
Η πρώτη μας εκείνη συνάντηση κράτησε κοντά τρεις ώρες. Και τι δεν είπαμε! Ο Παύλος Παπαχριστοφίλου, η κινητήρια δύναμη πίσω από τις εκδόσεις «Πεδίο – Ελληνικά Γράμματα», ήταν ένας βαθιά προοδευτικός άνθρωπος, από εκείνους τους παλαιότερους αριστερούς με την ισχυρή πατριωτική συνείδηση. Εγώ ιδεολογικά βρισκόμουν στην αντίπερα όχθη. Μας ένωνε, όμως, η αγωνία για το πού πάει αυτός ο τόπος, ειδικά με το σημερινό διεφθαρμένο καθεστώς.
Από εκείνο το πρώτο μας ραντεβού, που ταίριαξαν τα χνώτα μας, οι επαφές μου με τον Παύλο πύκνωσαν. Και ήταν ευχάριστες, γιατί ο άνθρωπος αυτός πάντα έβαζε το χιούμορ στην κουβέντα και με κάθε αφορμή έβρισκε μια ιστορία να διηγηθεί από τις προσωπικές του αναμνήσεις. Κι είχε ταλέντο ο άτιμος να λέει ιστορίες…
Στην πορεία διαπίστωσα ότι εκτός από ιστορίες ο Παύλος έκρυβε και αγωνίες. Τις αγωνίες ενός επιχειρηματία που βλέπει τις δουλειές του να μεγαλώνουν και θέλει να έχει τον έλεγχο σε όλες τις πτυχές τους. Μαζί με τη γυναίκα της ζωής του, την πολυαγαπημένη του Γιούλη, είχε καταφέρει, περνώντας και από τρικυμίες, να αξιοποιήσει την κληρονομιά του πατέρα του και να χτίσει ένα από τα μεγαλύτερα εκδοτικά «σπίτια» της χώρας.
Πολυμήχανος
Ο Παύλος ήταν ανήσυχος και πολυμήχανος. Δεν περιοριζόταν μόνο στις αμιγώς εκδοτικές δραστηριότητες. Ο επιχειρηματικός του όμιλος ανοιγόταν με μεγάλη επιτυχία και σε άλλους τομείς. Κι αυτό τον φόρτωνε με ευθύνες.
Αρκετά συχνά μού τηλεφωνούσε για να με συμβουλευτεί. Κι όταν δεν με έβρισκε -γιατί είναι αλήθεια ότι δεν έχω καλή σχέση με το τηλέφωνο-, μου άφηνε χιουμοριστικά μηνύματα με υπαινιγμούς.
Από την πλευρά μου, εγώ, με το κουσούρι του πρώην διευθυντή μεγάλης εφημερίδας, που θέλω όλα να γίνονται με στρατιωτική ακρίβεια και στην ώρα τους, συχνά τον ζάλιζα με παρατηρήσεις: «Αυτό δεν το ‘κανες σωστά και εκείνο καθυστερεί». Ατάραχος ο Παύλος, που είχε άλλα σοβαρότερα στο μυαλό του, απαντούσε χαμογελαστός: «Μην γκρινιάζεις, λεβεντάκο μου, όλα θα γίνουν». Και, πράγματι, όλα γίνονταν, γιατί είχε έναν δικό του τρόπο προσωπικού μάνατζμεντ. Ήταν πολύ ιδιαίτερος ο Παύλος, προσηνής και αγαπητός σε όσους είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν, έντιμος στις συνεργασίες του και πάνω απ’ όλα δημιουργικός. Ένας σπουδαίος Έλληνας των ημερών μας.
Φίλε μου αγαπημένε, καλό ταξίδι και αφού «έφυγες» πρώτος, κράτα μου μια καλή θέση στο θεωρείο – ξέρεις εσύ…
Κρίμα, ελπίζω να συνεχιστεί το εκδοτικό έργο του Πεδίου με την ίδια ποιότητα. Συλλυπητήρια στους ανθρώπους του.