Του Δρ. Νικόλαου Ιακ. Μαρκοζάνη*
Πρόσφατο ταξίδι μου σέ εὐρωπαϊκή πόλη μέ σημαντικά (σε ποιότητα καί ποσότητα) πανεπιστημιακά τμήματα ἦταν ἡ ἀφορμή νά ἀνακαλέσω στή μνήμη μου κάτι πού συχνά πυκνά σεβαστός μου καθηγητής στό πανεπιστήμιο, εὐαισθητοποιημένος σέ θέματα εὐταξίας, μᾶς ἔλεγε: «Ἐαν ποτέ ἐπισκεφθεῖτε ξένο πανεπιστήμιο, ἁπλῶς θά γυρίσετε πίσω μέ κατάθλιψη». Κάτι τέτοιο, λοιπόν, συνέβη καί σέ μένα, γι’ αὐτό μοιράζομαι μαζί σας τίς σκέψεις μου.
Δέν θά ὑπεισέλθω σέ λεπτομέρειες πού ἀφοροῦν τό ἐκεῖ ἐκπαιδευτικό σύστημα καί τίς ἐσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες‧ ἀσφαλῶς καί σέ αὐτές ὑπερτεροῦν. Θά μείνω στά γενικά καί ἐξωτερικά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα, ἄν καί κάποιος θά μποροῦσε νά ἀντιλέξει ὅτι δέν εἶναι δά καί τό σπουδαιότερο πρᾶγμα, πιστεύω πώς ἀποτελοῦν σημαντικότατο παράγοντα, πού συμβάλλει στήν ὅλη ἐκπαιδευτική διαδικασία. Ὅντας ὑποστηρικτής τῆς αἰσθητικῆς τοῦ κάλλους, εἶναι ἀδύνατον νά σταθῶ ἀσυγκίνητος τόσο ἐνώπιον τοῦ ὡραίου, πού μόνο θετικό πρόσημο προσδίδει σέ ὅ,τι περιβάλλει, ὅσο καί μπροστά στό ἄσχημο, πού δημιουργεῖ σύγχυση, ἀποστροφή καί ἀπέχθεια.
Μάλιστα, δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο τό γεγονός ὅτι τό «κάλλος» συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη, περικλείοντας μέσα της κάθε τι ὄμορφο, εἴτε αὐτό ἀνάγεται στή φυσική ἐμφάνιση (ὄψη, μορφή, περιβάλλον) εἴτε στίς ψυχοπνευματικές ἀρετές. Ἐξάλλου, δέν ἀπαιτεῖται νά εἶναι κάποιος γνώστης τῶν αἰσθητικῶν θεωριῶν γιά νά καταλάβει, νά νιώσει ἤ νά συναισθανθεῖ τήν ἁρμονία πού προκαλεῖ τό ὡραῖο ἤ τή δυσαρμονία τοῦ ἄσχημου, ἀρκεῖ νά ἀφουγκραστεῖ τήν ἐσωτερική φωνή τῆς αἰσθητικῆς του ἀντίληψης.
Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού ἀντίκρισα πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν ἑλλαδική πραγματικότητα, σέ τέτοιο βαθμό, μάλιστα, πού μπορεῖ κάποιος νά ἀρχίσει νά ἀμφιβάλλει γιά τό τί εἶναι ἀληθινό καί τί ὄχι. Βλέπετε, ἐκεῖ οἱ φοιτητές δέν κτίζουν τούς καθηγητές στά γραφεῖα τους, δέν βανδαλίζουν τούς χώρους, δέν τούς μετατρέπουν σέ ἀρένα κομματικο-συνδικαλιστικής ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά οὔτε τούς χρησιμοποιοῦν σάν πεδίο «δόξης λαμπρό» περιθωριακά καί ἄνομα πρόσωπα, τίς περισσότερες φορές ἄσχετα μέ τήν πανεπιστημιακή κοινότητα. Ἀντιθέτως, ὅλα αὐτά θά ἔλεγα πώς ἐκτός Ἑλλάδος φαντάζουν σάν σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας ἤ ἔργου κινηματογραφικῆς δυστοπίας.
Δυστυχῶς, ὅμως, οὕτε ἡ εἰκόνα τοῦ ἐξωτερικοῦ οὕτε ἡ ἑλληνική πραγματικότητα ἀποτελοῦν προϊόντα μυθοπλασίας. Πρόκειται γιά παράλληλες πραγματικότητες, πού τίς χωρίζει ἄβυσσος. Θά ἀναρωτηθεῖτε, λοιπόν: «Τί τό σπουδαῖο ἀντίκρισες, πού τό κάνει ἄξιο λόγου;» καί θά σᾶς ἀπαντήσω ότι τίποτε περισσότερο ἀπό τά αὐτονόητα καί ἐξηγοῦμαι: Οἱ κτιριακές ὑποδομές, ὅσο παλαιές καί ἄν ἦταν (σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι κάποια κτίρια μετροῦσαν ἡλικία αἰώνων), σέ καμία περίπτωση δέν ἔδειχναν ἀπαξιωμένες ἤ ἐγκαταλειμμένες. Ἀντιθέτως, ἀπέπνεαν μεγαλοπρέπεια ἀντίστοιχη μέ τό ἐκπαιδευτικό τους κῦρος. Τό ἴδιο ἴσχυε καί γιά τά νεώτερα κτίρια, τά ὁποῖα σέ ἁρμονική σύζευξη μέ τά παλαιά, ἐκπληρώνουν καθ’ ὅλα τόν προορισμό τους.
Οἱ περιβάλλοντες πανεπιστημιακοί χῶροι (κῆποι, περίπατοι, σημεῖα ἀνάπαυλας κ.λπ.) ἦσαν ὄχι μόνο ἀνύπαρκτοι, ἀλλά καί ἐκτεταμένοι καί περιποιημένοι σέ βαθμό ὑπερβολῆς γιά τά δικά μας δεδομένα, πού ἕναν Ἑθνικό Κῆπο ἔχουμε καί αὐτόν μέ τό ζόρι τόν διατηροῦμε σέ μέτρια κατάσταση. Ἡ καθαριότητα δεδομένη καί ἄριστη. Μάλιστα, ἄνετα στοιχηματίζεις ὅτι σέ ἔκταση στρέμματος δέν θά βρεῖς μία πεταμένη γόπα. Γιά δέ graffiti ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιτοίχια συνθηματολογία, ὅπως καταλαβαίνετε, δέν μπορεῖ κἄν νά γίνει λόγος, ἐπειδή ἁπλῶς δεν ὑπάρχουν. Τέλος, ἡ ἀσφάλεια τῶν χώρων, ἡ πρόσβαση καί ἡ παραμονή σέ αὐτούς ἐξασφαλίζεται ἀπό διακριτικά μέτρα ἐποπτείας καί φυλάξεως ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, μέσα ἀπό αὐτά πού ἐπιγραμματικά ἀνέφερα σέ πόσο μεγάλη ἔκπληξη βρέθηκα καί πόσο μεγάλο προβληματισμό μοῦ δημιούργησαν. Μάλιστα, ἐνῶ ἤδη σκεπτόμουν νά γράψω κάτι γι’ αὐτή τήν κατάσταση ἐπιστρέφοντας στήν πατρίδα, συνέβη νά πέσει στήν ἀντίληψή μου συνέντευξη τοῦ πρυτάνεως τοῦ ΕΜΠ Ἰ. Χατζηβασιλείου στόν Δ. Δανίκα (https://www.protothema.gr/greece/article/1641604), ὅπου ἔλεγε, μεταξύ ἄλλων: «Βαρεθήκαμε να λειτουργούμε υπό συνθήκες Κρυφού Σχολειού. Βαρεθήκαμε να νιώθουμε ευτελισμένοι, να μην μπορούμε να φέρουμε έναν ξένο συνάδελφο. Βαρεθήκαμε να πηγαίνουμε στο εξωτερικό, να μας περιποιούνται, να βιώνουμε ένα πολύ λειτουργικό και αξιοπρεπές περιβάλλον και να ντρεπόμαστε όταν επιστρέφουμε τη φιλοξενία, όταν γίνεται επίσκεψη από κάποιον άλλον σε εμάς, να ντρεπόμαστε πού να τον πάμε… Να ψάχνουμε αξιοπρεπείς χώρους εκτός του ιδρύματος για να τους πάμε».
Ὁ πρύτανης ἀναφέρθηκε ἐπίσης στήν ἀσφάλεια, τούς ἐξωπανεπιστημικούς, τίς καταλήψεις κ.λπ., πού ὅλοι ὅσοι περάσαμε ἀπό τήν Τριτοβάθμια Ἐκπαίδευση λίγο πολύ τά ἔχουμε δεῖ καί διαπιστώσει. Ὡστόσο, τό στενάχωρο καί πολύ ἀνησυχητικό εἶναι ὅτι ἀπό τήν ἐποχή τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων μέχρι καί σήμερα, ἄν καί ἔχουν ἐν τῷ μεταξύ περάσει τόσες δεκαετίες, ὄχι μόνο δέν ἔχουν ἐκλείψει, ἀλλά ὑφίστανται καί γιγαντώνονται.
Δέν θά ἐπεκταθῶ σέ περαιτέρω ἀναφορές καί παραδείγματα. Θά ἐπανέλθω στό ἀρχικό μου σκεπτικό καί θά ἐπισημάνω ὅτι ἡ αἰσθητική τοῦ χώρου, ἡ διαμόρφωση, καθώς καί ἡ λειτουργικότητά του δημιουργοῦν ἀνάλογη ἀτμόσφαιρα καί ἐπηρεάζουν συναισθήματα καί διαθέσεις. Κατ’ ἐπέκταση, διαμορφώνουν ἀνάλογες συμπεριφορές, διότι τό περιβάλλον (φυσικό καί τεχνητό) πάντοτε θά ἀλληλεπιδρᾶ μέ τόν ἄνθρωπο, μέ ἀποτελέσματα εἴτε θετικά (ἡρεμία, δημιουργικότητα, ἀσφάλεια, εὐνομία, ἀλληλοσεβασμός, καθαριότητα) εἴτε ἀρνητικά (ἔνταση, ἀπαξίωση, ἀνασφάλεια, παραβατικότητα, βία κ.ἄ.). Ἐξάλλου, καθόλου τυχαῖο δέν εἶναι καί τό γεγονός ὅτι στόν κλάδο τῆς νευροεπιστήμης ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἡ λεγόμενη νευροαισθητική, ἡ ὁποῖα διερευνᾶ καί μελετᾶ τίς σχέσεις καί τούς μηχανισμούς πού ἀναπτύσσονται μεταξύ τῆς ἐγκεφαλικῆς δραστηριότητας καί τῆς αἰσθητικῆς ἐμπειρίας.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό πόσο ἐπιδραστικό μπορεῖ νά ἀποβεῖ τό περιβάλλον στή μαθησιακή διαδικασία. Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα ἡ ἰατρός, φιλόσοφος καί ἐξαιρετική παιδαγωγός Μαρία Μοντεσόρι (1870-1952) μίλησε γιά τήν καταλληλότα τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ περιβάλλοντος καί γιά τό πῶς ἡ ἐξωτερική τάξη τῶν πραγμάτων διαμορφώνει τήν ἐσωτερική τάξη κάθε παιδιοῦ.
Αὐτό τελικά φαίνεται ἐν τοῖς πράγμασι καί στό ἡλικιακό φάσμα τῶν φοιτητῶν. Ἄν πάρουμε, γιά παράδειγμα, τά ἑλληνόπουλα πού φοιτοῦν στά ἡμεδαπά πανεπιστήμια καί τά συγκρίνουμε μέ τά ἑλληνόπουλα πού φοιτοῦν σέ πανεπιστήμια τῆς ἀλλοδαπῆς (καί τά ὁποῖα, σημειωτέον, προέρχονται ἀπό τήν ἴδια ἐκπαιδευτική μήτρα), θά δοῦμε τεράστιες διαφορές στήν ἐπιμέλεια φοιτήσεως, στή μαθησιακή ἐπίδοση, στήν πειθαρχία, στή συνέπεια τῶν ἐργασιῶν, στήν τήρηση ἀρχῶν καί κανόνων, στόν χρόνο ἀποφοιτήσεως, στήν κοινωνική συμπεριφορά καί σέ πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν.
Αὐτό καί μόνο τό ἐπιχείρημα εἶναι γιά μένα ἀρκετά πειστικό γιά νά γίνει κατανοητό ὅτι κάποια πράγματα στήν παιδεία τοῦ τόπου μας δέν πᾶνε καθόλου καλά καί πώς ἡ πορεία πρός τή βελτίωση ξεκινᾶ ἀπό τά ἀπλᾶ καί αὐτονόητα.
*Έκπαιδευτικός