Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
«Έχει δροσίσει κάπως σήμερα…» λέω στο φιλαράκι μου, τον Ανδρέα, παρηγορητικά στο περίπτερο, ένα εργατόπαιδο νυχτοφύλακα της νικοτίνης, από τα χωριά της Φωκίδας, την ώρα που αγοράζω τσιγάρα και μπίρες.
«Δε, βαριέσαι, Γιωργάκη μου…» με αιφνιδιάζει, γελώντας αφοπλιστικά και γενναιόδωρα.
«Η ζέστη δεν με φοβίζει. Η φτώχεια με φοβίζει…».
Γελώ κι εγώ και καλημερίζω με καλύτερη διάθεση.
Όταν ο Θεός ξεχνάει να περάσει από τα μέρη μας, στέλνει στο πόδι του τέτοιες ψυχές, σκέφτομαι στην κατηφόρα.
Κάτι είναι να το ξέρεις κι αυτό, την ώρα που το σεκλέτι σού γνέφει και γίνεται η σκιά σου.
Ξεκλειδώνω μεσάνυχτα το έρημο σπίτι-υψικάμινο, μετά την ξαφνική μάχη των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, όπου ο Μητσοτάκης πήγε, είπε όσα είχε να πει κι αποχώρησε, στρώνοντας αγέρωχα το μαλλί με θιγμένη αξιοπρέπεια. Έχω πειστεί ότι τον άνθρωπο αυτόν τον πολεμάνε αγρίως τα συμφέροντα και δεν θα ησυχάσουν αν δεν τον φάνε! Με τις ύαινες της ενημέρωσης και τα επιχειρηματικά θηρία τα ’βαλε. Και παλεύει μόνος του. Σαν Άτλας, που κρατά στις πλάτες του ένα ασήκωτο σύμπαν. Πόσο ν’ αντέξει; Ήδη του ’χει αφήσει κουσούρι. Περπατά λυγιστά και το αριστερό του πόδι μού θυμίζει τον θείο μου τον Χαρίλαο, όταν χόρευε το «Πέντε Έλληνες στον Άδη».
Θα κάνει καιρό να συνέλθει η Ιστορία, σκέφτομαι, από το πέρασμά του. Πού, άραγε, θα τον κατατάξει; Και με ποια μέτρα; Υπάρχουν ορισμένα μεγέθη που σπανίως εμφανίζονται στο προσκήνιο. Σαν να μας τα κράταγε η μοίρα για έκπληξη.
Ψυγείο άδειο κι ό,τι υπάρχει ληγμένο. Βάζω στο YouTube Βασίλη Καρρά. Καψούρικα. «Αγάπα με τις ώρες που μπορείς», «Μη χαθείς» και τέτοια. Όπως όταν καβατζάραμε το σύρμα με το φιλαράκι μου, τον Ευθύμη, στη μονάδα στον Έβρο, σκαστοί, για Σαλονίκη, να πιούμε μερικά «νευρικά» στο μαγαζί -«δικά μου στα φαντάρια» είπε μια φορά που μας εντόπισε- και πάλι πίσω για να ’μαστε στην ώρα μας στην πρωινή αναφορά.
Απ’ το να σκας με την κατάντια της Βουλής, καλύτερα στο μελό και λάιτ. Και βουτιά στα σχόλια. «Ένα μπουκάλι “Τζόνι”, τη μοναξιά σκοτώνει» γράφει κάποια. Εντάξει. «Κι η αγάπη είναι αλήθεια, είναι η μόνη βοήθεια» βάζω κι εγώ από κάτω. Χαβαλές, χωρίς προορισμό…
Υποχρεωτική επιστροφή στον Στέλιο. «Δεν είσαι εσύ σαν τις άλλες αγάπες…», με σεγόντο τη θεά Κατερίνα Στανίση, απλώνεται στο δωμάτιο και η συνένοικός του, από πάνω, αρχίζει να χτυπάει υστερικά την παντόφλα στο πάτωμα, σημάδι ότι τα ξεπέρασα…
Διαβάζω φευγαλέα στα σχόλια την οργή ενός που καταριέται «Όποιος έκανε dislike σε αυτό το τραγούδι να τον πετύχουν όλες οι αρρώστιες»!
Ανίατη η κατάσταση, σκέφτομαι. Σ’ αυτόν τον σκάρτο κόσμο υπάρχουμε μονάχα στον βαθμό που υποφέρουμε…
Δεν χρειάζεται να απορεί κανείς πού θα κατατάξει η ιστορία τον αφορισμένο.
Είναι ο χειρότερος ever πορδυπουργός και αν κάποιος Άγιος άνθρωπος ρωτούσε το Θεό γιατί, θα έπαιρνε την απάντηση: Δεν υπήρχε χειρότερος…
Έτσι ας διορθωθούμε εμείς και θα έχουμε, θα αξίζουμε καλύτερους πορδυπουργούς.