Του Γιώργου Χαρβαλιά
«Λαϊκισμός, κρατισμός, πελατειακό κράτος, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, ασθενείς θεσμοί, παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, κίτρινος Τύπος, διαφθορά. Αυτές είναι μερικές από τις παθολογίες της Μεταπολίτευσης για τις οποίες φέρουν ευθύνη όλα τα πολιτικά κόμματα».
Ποιος πιστεύετε ότι τα έλεγε αυτά το 2017; Ο Στέλιος Ράμφος; Ο καθηγητής Κοντογιώργης, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ; Κάποιος άλλος πνευματικός ταγός του τόπου; Όχι, αγαπητοί μου. Τα λόγια αυτά αποτελούν ανάρτηση στο Χ του σύγχρονου Έλληνα Μωυσή. Αυτού του τέρατος ακεραιότητας, ηθικής και ευθυκρισίας που κατάφερε να περάσει το ρουσφέτι σε άλλη πίστα, μετατρέποντάς το σε ψηφοθηρική ανταμοιβή.
Ο Μητσοτάκης, λοιπόν, αναδεικνύεται πλέον και με τη βούλα ο πιο διεφθαρμένος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης. Κι ο πιο επαγγελματίας ψεύτης που πέρασε από τη συγκεκριμένη καρέκλα.
Ακόμη πιο αισχροί είναι όμως εκείνοι που τον στήριξαν με πάθος, εμφανίζοντάς τον ως τον «πολιτικό του αιώνα»: Οι «έγκριτες» εφημερίδες της αστικής συνείδησης, τα τουρκοκάναλα, ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής διανόησης και σημαντική μερίδα της οικονομικής ολιγαρχίας που έχτισαν το προφίλ ενός αδιάβλητου τεχνοκράτη οραματιστή, ενώ ήξεραν πολύ καλά με τι πολιτικό φύραμα είχαν να κάνουν.
Εμάς τους λίγους που εξαρχής λέγαμε ότι η πρωθυπουργία του θα βλάψει τη χώρα, γιατί το μόνο ταλέντο του ανδρός είναι η τέχνη της πελατειακής συναλλαγής με τους ψηφοφόρους που έμαθε από την οικογένειά του, ακόμη και δικοί μας άνθρωποι μας κοίταζαν στραβά. Τα τρολ μάς καθύβριζαν, οι ψευτοαριστοκράτες της (μισθωμένης) δημοσιογραφίας μάς βάφτιζαν ψεκασμένους που δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μεγαλείο της προσωπικότητας του Κυριάκου, αλλά ακόμη και φίλοι μας μέσα από την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας έσπευδαν να πάρουν αποστάσεις μην τυχόν και «μολυνθούν».
Η δικαίωση είναι δυστυχώς πολύ πικρή. Διότι ο άνθρωπος αυτός κατέστρεψε τη χώρα όχι όπως οι προκάτοχοί του με τα Μνημόνια, αλλά καταρρακώνοντας την έννοια της αξιοπρέπειας του Έλληνα. Διέλυσε την κοινωνική συνοχή διευκολύνοντας τη διάδοση της woke ατζέντας, υπονόμευσε πατροπαράδοτες αξίες, ανέτρεψε την πληθυσμιακή σύσταση της χώρας με την αθρόα είσοδο λαθρομεταναστών, κυρίως όμως διέρρηξε τη σχέση των πολιτών με τη συνείδησή τους, καθιστώντας το εκλογικό δικαίωμα μια ανήθικη συναλλαγή.
Μέσω ενός καθεστώτος ευνοιοκρατίας -και όχι αξιοκρατίας- ο Μητσοτάκης δημιούργησε μεταπρατική σχέση με ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας και εξαγόρασε την ψήφο πολιτών με καθαρή συναλλαγή (ψήφος – χρήμα).
Δισεκατομμύρια ευρώ που προήλθαν από κοινοτικά ταμεία, αντί να μετασχηματίσουν την κλινικά νεκρή οικονομία των Μνημονίων, ξοδεύτηκαν σε απευθείας αναθέσεις, σε εργολαβίες ημετέρων, σε προγράμματα βιτρίνας που βαφτίστηκαν μεταρρυθμίσεις και πάνω από όλα σε πελατειακές διευθετήσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανακατανομή πλούτου εις όφελος ενός 10% του πληθυσμού, το οποίο όμως συρρέει στις κάλπες σαν οργανωμένος στρατός. Με αποχή που φλερτάρει με το 60% αυτός ο συμπαγής πυρήνας ψηφοφόρων εύκολα μετατρέπεται σε 20%, που είναι η βάση του σύγχρονου «μητσοτακισμού». Από κει και πέρα το ποσοστό χτίζεται από τους αφελείς που καταπίνουν την προπαγάνδα των «έγκυρων» (και εκμαυλισμένων μέσων), θεωρώντας ότι η χώρα πάει μπροστά με τον Κυριάκο και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Στην πράξη βέβαια, η χώρα πάει εντελώς πίσω. Έχει μετατραπεί σε αποικία φτηνού μαζικού τουρισμού, εισάγοντας τέσσερις φορές τον πληθυσμό της σε επισκέπτες χαμηλής εισοδηματικής στάθμης, μπαζώνει τις ωραιότερες ακτογραμμές της για να φτιάξει φαραωνικές «πεντάστερες» μονάδες για ολίγους και εκλεκτούς, ενώ λίαν συντόμως δεν θα έχει νερό ούτε για λούσιμο. Την ίδια ώρα η Ελλάδα έχει απολέσει την ενεργειακή της αυτονομία πετώντας στα σκουπίδια τους λιγνίτες, που ήταν ο πολυτιμότερος ενεργειακός της πόρος, έχει γεμίσει κάμπους και βουνά με αιολικά πάρκα και ανεμογεννήτριες, και μέσα από αυτή τη μαγική συνταγή καταφέρνει να έχει το ακριβότερο ρεύμα σε όλη την Ευρώπη.
Το success story του κυρίου Μητσοτάκη με τις πολυδιαφημισμένες επενδύσεις παράγει μόνο μωρομάντιλα, τσιγάρα και καφετέριες, ενώ σε λίγο δεν θα υπάρχει ντόπιο λεμόνι ούτε στη λαϊκή της γειτονιάς. Αλλά την ίδια ώρα κάποιοι θησαυρίζουν γιατί νέμονται λεφτά τρίτων, τα οποία χαρίζει απλόχερα η κυβέρνηση για εικονικά βοσκοτόπια και εικονικές υπηρεσίες κάθε επινόησης
Τα συμπτώματα αυτά θα μπορούσαν ίσως να ανιχνευθούν και σε άλλες περιόδους της Μεταπολίτευσης, μόνο που τώρα συνοδεύονται από μία βαριά δυσωδία σήψης. Οι πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος έχουν μετατραπεί σε μαφιόζικα πάρε-δώσε και ο υπόκοσμος έχει εισχωρήσει για τα καλά στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Πολίτες συλλαμβάνονται και ταλαιπωρούνται για ψύλλου πήδημα, ενώ επαγγελματίες δολοφόνοι, βιαστές, τρομοκράτες κυκλοφορούν ελεύθεροι και λύνουν τις διαφορές τους στους δρόμους. Η Δικαιοσύνη ελέγχεται σε όλα τα κλιμάκια, οι πολιτικοί αντίπαλοι εκβιάζονται μέσω παρακολουθήσεων, ενώ η κυβερνητική συμμορία έφτασε να υποκλέπτει τις συνομιλίες ακόμη και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ.
Υπό τις συνθήκες αυτές η χώρα δεν θα μπορούσε να έχει την αξίωση για μια αυτόφωτη εξωτερική πολιτική. Γι’ αυτό το καθεστώς Μητσοτάκη απροσχημάτιστα και ανερυθρίαστα έχει εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα στον βουλιμικό γείτονα. Από την εκμετάλλευση θαλάσσιων ζωνών μέχρι το «ελεύθερο» να ψαρεύουν τα τουρκικά αλιευτικά σε απόσταση αναπνοής από τα νησιά μας.
Το απερίγραπτο χάλι της πατρίδας μας επί της πεφωτισμένης δεσποτείας Μητσοτάκη το αντιλαμβάνονται πλέον όλο και περισσότεροι Έλληνες. Το αντιλαμβάνονται όμως και ορισμένοι Ευρωπαίοι λειτουργοί σε θέση ευθύνης. Το 41%, η γαλάζια λεβεντομάνα Κρήτη, η αποθέωση των «μεταρρυθμίσεων Κυριάκου» και οι ενθουσιώδεις ανοιχτές συγκεντρώσεις πολιτικών μιασμάτων τύπου Άδωνη ή Βορίδη ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Η ψήφος υπεκλάπη δις και τρις με τη μέθοδο του εκμαυλισμού, αλλά το καλαμπούρι έχει ημερομηνία λήξης. Το τέλος έρχεται και θα είναι εκκωφαντικό, πλην όμως η ζημιά έχει γίνει. Και η μάχη οπισθοφυλακής που θα δώσει το καθεστώς μαζί με τους ορκισμένους πραιτοριανούς για να διασωθούν θα επιφέρει πρόσθετη ζημιά στην πατρίδα. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.
Για εμάς που τα είπαμε νωρίς και εισπράξαμε τη χλεύη των εξωνημένων δεν υπάρχει αίσθηση δικαίωσης. Μόνο μια στυφή γεύση και μια ενδόμυχη απορία για τους συμπολίτες μας που την ημέρα της κάλπης προτιμούν τη βόλτα στην παραλία…