Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Συνήθως η χώρα μας είναι ουραγός στην υλοποίηση διεθνών δεσμεύσεών της, με συνέπεια μάλιστα κάποιες φορές να έχει τιμωρηθεί με πρόστιμα για τη μη συμμόρφωσή της με υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Κι όμως. Υπάρχει τουλάχιστον μία περίπτωση κατά την οποία όχι μόνο υλοποίησε έγκαιρα τη δέσμευσή της, αλλά το έκανε και πέντε χρόνια προτού λήξει η σχετική προθεσμία!
Ο λόγος για την περίφημη Συνθήκη για την Απαγόρευση Χρήσης, Αποθήκευσης, Παραγωγής και Μεταφοράς Ναρκών κατά Προσωπικού, που είναι γνωστή ως «Συνθήκη της Οτάβας». Είναι αξιοθαύμαστη η σπουδή που επέδειξαν οι κυβερνήσεις Σημίτη, που υπέγραψε τη σύμβαση, και Παπανδρέου, που έσπευσε να ολοκληρώσει τη δέσμευση της χώρας μας για την άρση των ναρκοπεδίων στις παραμεθόριες περιοχές (κυρίως στον Έβρο) το 2009, δηλαδή πέντε χρόνια πριν από το καταληκτικό 2014! Όπως ήταν επόμενο, η ενέργεια αυτή κατάντησε σουρωτήρι τα χερσαία μας σύνορα, με αποτέλεσμα να εισέρχονται πλέον κατά χιλιάδες ετησίως οι λαθρομετανάστες.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα σύνορά μας προστατεύονταν τέλεια, με ευκρινώς περιφραγμένα και σηματοδοτημένα ναρκοπέδια, χωρίς συνοριοφύλακες και δαπανηρά μέσα επιτήρησης, αλλά και χωρίς… φράχτες! Σήμερα όλα αυτά είναι απαραίτητα, έχοντας αυξήσει τις κρατικές δαπάνες για τη φύλαξη των συνόρων μας και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού είναι γνωστό σε όλους ότι, αν κάποιος θέλει να μπει στην πατρίδα μας, θα μπει!
Κι όμως. Μόλις 26 χρόνια μετά την υπογραφή της (1999), υπάρχουν χώρες που έχουν αποφασίσει ήδη την αποχώρησή τους από τη συνθήκη, όπως είναι η Πολωνία και οι βαλτικές χώρες, που ήδη από τον Μάρτιο του 2025 με κοινή δήλωσή τους τόνισαν την αναγκαιότητα για παροχή στις αμυντικές τους δυνάμεις «ευελιξίας και ελευθερίας επιλογής για τη δυνητική χρήση νέων οπλικών συστημάτων και λύσεων για την ενίσχυση της άμυνας της ευάλωτης ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ». Είναι προφανές ότι αυτή η δήλωση, μαζί με την παράλληλη αποχώρηση από τη Συνθήκη της Οτάβας, κάνει σαφή την πρόθεσή τους για τη ναρκοθέτηση των συνοριακών γραμμών τους με τη Ρωσία.
Αν όμως το «τραβηγμένο από τα μαλλιά» σενάριο περί ρωσικής εισβολής δικαιολογεί την απόφαση αυτών των χωρών για την επαναφορά των ναρκοπεδίων ως μέσο άμυνας και προστασίας της επικράτειάς τους, τότε γιατί να μη δικαιολογεί την εκ νέου εφαρμογή του για την άμυνα και προστασία της πατρίδας μας, η οποία αντιμετωπίζει όχι έναν δυνάμει ή φαντασιακό εχθρό, αλλά μία υπαρκτή απειλή, υπό τη μορφή της εισβολής δεκάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών ετησίως;
Ποια είναι άραγε τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι οι νάρκες δεν πρέπει να επανατοποθετηθούν; Το βασικό επιχείρημα είναι οι επικαλούμενοι «ανθρωπιστικοί λόγοι», αφού οι νάρκες κατά προσωπικού «έχουν σκοτώσει και τραυματίσει δεκάδες ανθρώπους πριν αρθούν». Επιχείρημα ανόητο, όμως, καθώς αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για να αρθούν, αφού συντελούσαν καθοριστικά στην αποτροπή της λαθραίας εισόδου στην ελληνική επικράτεια.
Μας λένε επίσης ότι οι φράχτες και τα σύγχρονα μέσα επιτήρησης αρκούν για την προστασία των συνόρων μας. Το πόσο αρκούν το βλέπουμε καθημερινά, αφού αποδείχθηκε ότι δεν αποτελούν καθοριστικό εμπόδιο για την αποτροπή της λαθρομετανάστευσης. Στην πρόσφατη μάλιστα κρίση του 2020, με την υβριδική επίθεση της Τουρκίας στον Έβρο, απαιτήθηκε τεράστιος αριθμός προσωπικού και υλικών μέσων για να αποκρουστεί η επίθεση.
Η επαναρκοθέτηση της συνοριακής γραμμής μας και η παράλληλη ολοκλήρωση του φράχτη σε όλο το μήκος της είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί η προστασία της χώρας μας από την εισβολή των λαθρομεταναστών.
Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα», [email protected]