Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Στην τελευταία τάξη του γιου μου στο λύκειο, ο Σύλλογος Γονέων έστειλε στα κινητά μήνυμα προσκαλώντας: «Ελάτε να βάψουμε το σχολείο των παιδιών μας». Πήρα τα «όπλα» μου, ρολό, πινέλο και μια σκάλα, και παρουσιάστηκα. Και βλέπω τον διευθυντή με τη γυναίκα του, τρεις κυρίες και δυο μπαμπάδες που έξυναν απελπισμένοι τους σοβάδες.
«Εκατόν πενήντα Μνημόνια στη σειρά, και λίγα μάς είναι πάλι…» σκέφτηκα αγανακτισμένος, κι όποιος πει ότι δεν του πέρασε κατά καιρούς η ίδια σκέψη για διάφορες αιτίες δεν είναι εντάξει…
Ευτυχώς που είχε στείλει ο δήμος δυο ξένους εργάτες, οι οποίοι μόλις είδαν πώς ρίχτηκα στη δουλειά με πιάνουν παράμερα και μου λένε «άσε τους άλλους να κάνουν ό,τι μπορούν κι έλα να κάνουμε μαζί ένα συνεργείο οι τρεις μας, μήπως και τελειώσουμε τουλάχιστον τον πρώτο όροφο μες στο Σαββατοκύριακο». Πέσαμε αμέσως αμίλητοι στη δουλειά. Ο ένας στα κοψίματα, οι άλλοι στις μεγάλες επιφάνειες εναλλάξ, έριξε την επομένη στο φιλότιμο κάναν δυο γονείς ακόμα ο διευθυντής, δουλέψαμε σκυλίσια και χωρίς σταματημό -ούτε για καφέ…-, πρωί με βράδυ, και τη Δευτέρα τα παιδιά μας μπήκαν σε φρεσκοβαμμένες αίθουσες!
Υπάρχει μια ταρίφα ανθρώπων που αγαπά αυτόν τον τόπο. Πηγαίνει Στρατό στα σύνορα από επιλογή, ερωτεύεται και γλεντά με την καρδιά του, πληρώνει -βρίζοντας βέβαια- τους φόρους, μεγαλώνει παιδιά, είναι πάντα απίκο, δεν βάζει μέσον για να κόψει δρόμο, δεν είναι σε δημόσια πόστα, και στο τέλος τούς κλέβει αδίστακτα η συμμορία που κυβερνά χρόνια τώρα αυτή τη «φλούδα».
Την περασμένη εβδομάδα, το δημοτικό σχολείο στη νέα γειτονιά που μετακόμισα είχε αποχαιρετιστήρια γιορτή. Κάτι «δασκαλάκοι», όπως περιφρονητικά τους χαρακτηρίζουν κάποιοι, από αυτούς που στα χέρια τους εναποθέτουμε -για την ακρίβεια, «παρκάρουμε»- τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας, οργάνωσαν μια ξέφρενη γιορτή χωρίς προηγούμενο. Τελείωσα τη δουλειά μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα και βγήκα απ’ το σπίτι.
Αυτοί οι νέοι άνθρωποι είχανε οργανώσει παιχνίδια αθλητικής άμιλλας μεταξύ των τάξεων, από αυτά που κάνουν τα πιτσιρίκια να σηκώνουν τον τόπο, είχαν απαγγελίες και σκετσάκια, και πρόλαβαν να διδάξουν και χορούς, από θρακιώτικα και μπεράτια μέχρι ικαριώτικα, καβοντορίτικο και συρτάκι! Πήρα μια μπίρα κι απόλαυσα τη γιορτή μέχρι τέλους, με την καρδιά γεμάτη και μ’ ένα πλατύ, ευφρόσυνο χαμόγελο στα χείλη.
Και οι γονείς; Η συντριπτική πλειονότητα ήταν έξω από το κιγκλίδωμα του σχολείου και θορυβούσε αδιάφορα. Οι άνδρες με βερμούδα, αθλητικό παπούτσι ή σαγιονάρα, φραπέ στο χέρι (παντού χρειάζεται ένας φραπές…) και κινητό στο άλλο ανταλλάσσανε αστειάκια και πειράγματα για τη μπάλα, κι οι γυναίκες, με αμφίεση βραδινής εξόδου, μαζεμένες επιτηδευμένα σε ημικύκλια σε παρακείμενα καφέ.
Πήγα κι έδωσα σεβαστικά το χέρι σ’ αυτούς τους φιλότιμους δασκάλους και γύρισα για σπίτι. Οι παππούδες μας, σκεφτόμουν, κατέλαβαν ορμητικά τον Σαραντάπορο και μεγάλωσαν τη χώρα, κι ύστερα αντίκρισαν τον Σαγγάριο και το Αφιόν Καραχισάρ, προτού σκοτεινιάσουν το βλέμμα τους οι στάχτες της Μικρασίας. Κι οι ρακένδυτοι πατεράδες μας κάναν το 1940! Πώς φτάσαμε μέσα σε τόσο λίγα χρόνια από τη φτώχεια στο δήθεν;