Του Α.Π. Δημόπουλου
Άλλαξε κάτι για την Ουκρανία μετά όσα συνέβησαν στο Ιράν; Γιατί η ενεργή ανάμειξη των ΗΠΑ σε έναν «ξένο πόλεμο» ίσως να εκκινεί για κάποιους διανοητικές διαδρομές – μήπως, αλήθεια, προοιωνίζεται λιγότερη απροθυμία για εμπλοκή και στον «πόλεμο της Ουκρανίας» στο μέλλον;
Δεν θα το έλεγα, κάθε άλλο μάλιστα, όσα συνέβησαν στο τρίγωνο Ιράν – ΗΠΑ – Ισραήλ υπήρξαν, νομίζω, αρνητικά για την Ουκρανία. Γιατί ναι μεν επιβεβαίωσαν έμπρακτα πόσο ισχυρές (στρατιωτικά, διπλωματικά και πολιτικά) είναι οι ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα μείωσαν τις πιθανότητες να τις δούμε να ρίχνουν το βάρος τους υπέρ της Ουκρανίας. Και ο πρώτος λόγος, βέβαια, είναι ότι η απόφαση του προέδρου Τραμπ να πλήξει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν τον έφερε αντιμέτωπο με την ίδια την πολιτική του βάση και μάλιστα για κάτι (την αποτροπή δηλαδή ενός αντιαμερικανικού, φανατικού και τυραννικού καθεστώτος από το να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής) που δεν έχει ποτέ αποτελέσει ταμπού για τη μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί αυτή η εκ των έσω αμφισβήτηση να μην έκαμψε τον κ. Τραμπ στις αποφάσεις του για το Ιράν (ακριβώς γιατί η εμπλοκή στο Ιράν δεν ήταν ποτέ ταμπού), πάντως θα ήταν απείρως μεγαλύτερη, εάν ποτέ επιχειρούσε ενεργό εμπλοκή στην πολύ πιο αμφιλεγόμενη για τους Αμερικανούς υπόθεση της Ουκρανίας. Με άλλα λόγια, μετά το Ιράν, στην ήδη αποδεδειγμένη απροθυμία του κ. Τραμπ να στηρίξει ενεργά την Ουκρανία (για λόγους γεωπολιτικής) προστέθηκε πλέον, ως περαιτέρω αντικίνητρο, η επίγνωση ότι, εάν ποτέ το έπραττε, η αντίδραση της πολιτικής βάσης του θα ήταν πολύ οξύτερη – και λιγότερο διαχειρίσιμη επίσης. Και αυτό είναι πολύ αρνητικό για την Ουκρανία.
Αλλά υπάρχει και δεύτερος λόγος, που λειτουργεί παρόμοια από την πλευρά της Ρωσίας. Γιατί, εάν στη γεωπολιτική απροθυμία του κ. Τραμπ να στηρίξει ενεργά την Ουκρανία προστίθενται πλέον και αντικίνητρα εσωτερικής πολιτικής, το ίδιο συμβαίνει αντιστρόφως και σε σχέση με τη γεωπολιτική απροθυμία του κ. Πούτιν να δεχτεί κάτι λιγότερο από πλήρη νίκη στον πόλεμο με την Ουκρανία. Πολύ απλά, αυτό που έγινε στο Ιράν αποτελεί μια ακόμα διεθνή ήττα για τον κ. Πούτιν (με τη Ρωσία να θεωρείται στρατηγικός εταίρος της Τεχεράνης και παρά ταύτα να υποχρεώνεται να παρακολουθεί ανήμπορη τα τεκταινόμενα, σε συνέχεια μάλιστα της απώλειας, ως συμμάχου, της Συρίας), πράγμα που σημαίνει ότι, με τις ήττες να σωρεύονται, ο κ. Πούτιν έχει ακόμα λιγότερα περιθώρια να υποστεί μια ακόμα ήττα στην Ουκρανία. Γιατί, αντίθετα, με τον αλγόριθμο ισχύος, που εφαρμόζουμε στις δυτικές δημοκρατίες (όπου όσο περισσότερο χάνεις τόσο πιο πρόθυμος για συμβιβασμούς γίνεσαι), στην περίπτωση της Ρωσίας ο αλγόριθμος λειτουργεί αντίστροφα. Έχοντας εμπλέξει τη χώρα του σε έναν πόλεμο τον οποίο πίστευε ότι θα κέρδιζε εντός λίγων ημερών και ήδη στον τέταρτο χρόνο και με καμία διέξοδο στον ορίζοντα, τεράστιες απώλειες και την οικονομία να τρίζει (και με το εθνικό δημοσιονομικό αποθεματικό σε ελεύθερη πτώση), ο κ. Πούτιν σχεδόν υποχρεούται να κομίσει μια «νίκη» εντός ενός πολιτικού περιβάλλοντος, που αντλεί τη νομιμοποίησή του από «επιτυχίες» (και αντίθετα με τις γνήσιες δημοκρατίες δεν μπορεί καν να χρεώσει τον λογαριασμό στους κατά βάση αμέτοχους πολίτες). Με άλλα λόγια, μετά το Ιράν ο κ. Πούτιν θα είναι ακόμα πιο διεκδικητικός και αυτό είναι επίσης πολύ αρνητικό για την Ουκρανία.
Και ο τρίτος λόγος, βέβαια, αφορά την Ευρώπη (ως τον εναπομείναντα «υποστηρικτή» της Ουκρανίας), η οποία μετά το Ιράν παρίσταται ακόμα πιο ανίσχυρη όχι απλώς στον κόσμο αλλά και στον ίδιο τον εαυτό της επίσης – στην πραγματικότητα, αυτές τις ημέρες διεθνούς κρίσης τις οποίες ο κ. Τραμπ ονόμασε, έστω πρόωρα, «πόλεμο των 12 ημερών», η Ευρώπη απέδειξε ότι δεν έχει καν θέση σε έναν κόσμο συσχετισμών ισχύος. Γιατί την ίδια ώρα που οι «ενήλικοι στο δωμάτιο» (ΗΠΑ και Ισραήλ) αντιμετώπιζαν αυτό που θα όφειλε να θεωρείται από όλους στη Δύση προφανής υπαρξιακή απειλή (να αποκτήσουν, δηλαδή, οι μουλάδες πυρηνικά), στην Ευρώπη βασίλευε, ακόμα μια φορά, η γενική πολιτική αφασία, με τις γνωστές αστείες απόπειρες «διαπραγμάτευσης» (που στην πράξη, απλώς, υποβοηθούν διαχρονικά το Ιράν) και με πάγια πλέον τη συμπλεγματική υστερία έναντι του, υποτίθεται, «γενοκτονικού» Ισραήλ (που μας προστατεύει όλους, βέβαια) και με τελικό αποτέλεσμα, όταν οι «ενήλικοι στο δωμάτιο» έλυσαν το πρόβλημα, η ανήμπορη Ευρώπη να εισέρχεται σε φάση μετατραυματικής αυτογνωσίας. Η οποία φάνηκε καθαρά στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, η οποία λειτούργησε ως μια βραχεία συμβολική τελετή αναγκαστικής επιδοκιμασίας του κ. Τραμπ (και για το Ιράν και για την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ευρώπης, μήπως και οι ανήμποροι σταθούν κάποτε στα πόδια τους) και έτερον ουδέν και με διάχυτη τη συνειδητοποίηση ότι χωρίς τις ΗΠΑ «δεν μπορεί να κουνηθεί φύλλο». Πράγμα που σημαίνει ότι με την Ευρώπη να αποδέχεται έμπρακτα, έστω μετατραυματικά, μετά το Ιράν, πόσο ανίσχυρη είναι, ακόμα πιο ανίσχυρη γίνεται και η Ουκρανία.
Όχι, βέβαια, ότι με έναν πολιτικό, όπως ο κ. Τραμπ (που είναι και ο μόνος, που μπορεί, να αλλάξει τους συσχετισμούς υπέρ της Ουκρανίας), μπορεί ποτέ κανείς να αποκλείσει τίποτε για το μέλλον. Όπως, όμως, έχουν σήμερα τα πράγματα, μετά το Ιράν αυτό το μέλλον δεν δείχνει να άλλαξε υπέρ της Ουκρανίας.
Εντελώς λάθος ανάγνωση κατά τη γνώμη μου. Η ουσία είναι ότι υπάρχει υπόγεια συνεννόηση και ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση Ρωσίας και Ισραήλ μετά την πτώση του Άσαντ στη Συρία. Ως τότε, Ρωσία και Ιράν είχαν ταύτιση γεωπολιτικών συμφερόντων στη Συρία στηρίζοντας από κοινού τον Άσαντ. Σήμερα αυτό το πεδίο γεωπολιτικής συνεργασίας έχει εκλείψει. Οι Χριστιανοί και οι Αλαουίτες της Συρίας εναποθέτουν τις ελπίδες σωτηρίας τους στο Ισραήλ. Η Ρωσία, αν θέλει να συνεχίσει να έχει λόγο στην περιοχή, μόνο μέσω αυτών των πληθυσμών μπορεί να το πετύχει. Ίσως και μέσω των -παραμελημένων για δεκαετίες από τη Ρωσία- Κούρδων, με τους οποίους όμως έχει άριστες σχέσεις το Ισραήλ. Γιατί λοιπόν η Ρωσία να στηρίζει άλλο το Ιράν, το οποίο μάλιστα είναι και ανταγωνιστής της στην εξαγωγή πετρελαίου; Κάνοντας οι Ρώσοι το χατίρι του Ισραήλ και δευτερευόντως των ΗΠΑ, παίρνουν ως αντάλλαγμα την άτυπη στήριξη των δεύτερων στο ουκρανικό. Είναι πολύ καλά μελετημένες οι κινήσεις των Ρώσων και κάθε άλλο παρά στριμωγμένοι είναι. Με την απομάκρυνση δε της Ρωσίας από το Ιράν και την διαφαινόμενη προσέγγιση του τελευταίου με την Κίνα, οι ΗΠΑ πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν διακαώς: το σπάσιμο του σινορωσικού άξονα και τη συνακόλουθη ναρκοθέτηση των σχεδίων των BRICS για νομισματική ηγεμονία. Και είναι λογικό οι Ρώσοι να προτιμήσουν να διατηρήσουν ή να επεκτείνουν την επιρροή τους στην Ουκρανία, την ανατολική Ευρώπη (λόγω παρακμής της ΕΕ) και τη Μέση Ανατολή από το να γίνουν ουρά της ισχυρότερης νομισματικά και οικονομικά Κίνας, με την οποία ανέκαθεν είχαν ανταγωνιστικές έως και εχθρικές σχέσεις, ακόμα και επί εποχής ανατολικού μπλοκ.
Εν κατακλείδι να πω το εξής (αν και άσχετο με το άρθρο): στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσίας-Ισραήλ που δημιουργείται, η Ελλάδα, αν δεν είχε την εξωνημένη κυβέρνηση που έχει, θα μπορούσε να παίξει το ρόλο της συγκολλητικής ουσίας και του ισορροπιστή λόγω των ιδιαίτερων δεσμών που έχει με κάθε μία από αυτές τις χώρες: ναυτική δύναμη όπως οι ΗΠΑ (άρα πολύτιμος σύμμαχος γεωστρατηγικά ως τοποτηρητής της περιοχής), ομόδοξη και με ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία και προέκταση του νοητού άξονα Μόσχας-Βελιγραδίου, ανάδελφο έθνος όπως οι Εβραίοι άρα εξ ανάγκης σύμμαχοι και με κοινό εχθρό την Τουρκία.