Του Δρ Νικόλαου Ιακ. Μαρκοζάνη*
Ὁ μῆνας Μάιος μαζί μέ τήν ὀμορφιά τῆς ἀνοίξεως καί τό προανάκρουσμα τοῦ θέρους φέρνει μαζί του καί θύμησες στενάχωρες, πού ἀνακινοῦνται ἀπό τήν ἐπέτειο τῆς Ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453. Γεγονότα συγκλονιστικά, μνῆμες ἱστορικές καί πράξεις ἡρωικές μᾶς καλοῦν κάθε χρόνο νά συλλογιστοῦμε τό τότε καί νά ἀναστοχαστοῦμε τό σήμερα.
Τότε συνέβη ἕνα ἀπό τά συγκλονιστικότερα ἐπεισόδια τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Ἡ Κωνσταντινούπολις, πόλη-σύμβολο τῆς οἰκουμένης, καταλαμβάνεται ἐξ ὁλοκλήρου, μετά ἀπό μακροχρόνια πολιορκία, ἀπό τούς Ὀθωμανούς κατακτητές. Ἡ πτώση της, ἄν καί ἀναμενόμενη, σύμφωνα μέ τούς σύγχρονους ἱστορικούς, καί μᾶλλον προβλέψιμη καί ἀπό τούς τότε πρωταγωνιστές, ἐπηρέασε ἀποφασιστικά τή μετέπειτα πορεία τόσο τοῦ ἑλληνισμοῦ ὅσο καί τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων.
Οὐσιαστικά δέν ἦταν ἡ πρώτη Ἅλωση πού ὑπέστη ἡ Βασιλεύουσα, διότι εἶχε προηγηθεῖ ἐκείνη τοῦ 1204, ὅταν οἱ «φίλοι καί σύμμαχοι» Φράγκοι, μέ τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τῆς παπικῆς ἕδρας, τήν ἐκπόρθησαν, τήν κατέλαβαν καί τή λεηλάτησαν. Λογιῶν δυτικοί ἐπικυρίαρχοι (ἡγέτες τῆς Δ΄ Σταυροφορίας) διαμοίρασαν τά ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας καί διένειμαν μεταξύ τους αὐτοκρατορικούς καί βασιλικούς τίτλους, δημιουργώντας κατά τά δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα διάφορα τιμάρια ὑπό τή μορφή βασιλικῶν ἐδαφῶν, πριγκιπάτων καί δουκάτων, ἐγκαθιστώντας γιά πάνω ἀπό ἑξήντα ἔτη (ἀναλόγως τῆς περιοχῆς ἡ κατάκτηση διήρκεσε καί πεντακόσια χρόνια), τή λεγομένη «Φραγκοκρατία ἤ Λατινοκρατία». Φυσικά, δέν ἔλειψαν οἱ ἀντιστάσεις, οἱ ὁποῖες προῆλθαν ἀπό τά διασπασμένα πλέον τμήματα τῆς ἑνιαίας ὡς τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή (αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζοῦντος, Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου).
Ὡστόσο, τό πλῆγμα ὑπῆρξε μεγάλο καί οἱ συνέπειες ἀνεπανόρθωτες σέ ἐθνικό, κοινωνικό, οἰκονομικό, καθώς καί σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, δεδομένου ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἱεραρχία ἐκδιώχθηκε ἤ ἐξαναγκάστηκε νά ἐκλατινιστεῖ, ὁ δέ λαός προσηλυτίστηκε διά τῆς βίας. Ἔκτοτε, ἡ λεγόμενη «βυζαντινή» αὐτοκρατορία δέν κατόρθωσε νά ἀνακάμψει. Ἔτσι, ἀργά, σταθερά καί βασανιστικά, ὓστερα ἀπό περίπου διακόσια πενήντα χρόνια, θά ὑποκύψει στά τραύματά της, ὑπό τήν ἀσφυκτική πίεση ἑνός ἄλλου ἐπικυριάρχου. Αὐτή ἡ δεύτερη Ἅλωση θά ἐγκαταστήσει γιά περίπου τετρακόσια χρόνια (σέ κάποιες περιοχές θά φθάσει καί τά πεντακόσια) μία νέα καί ζοφερή περίοδο, τήν λεγόμενη «Τουρκοκρατία» ἤ «Ὀθωμανική κυριαρχία», ὅπου ὅλα «τά ‘σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός ἀντιστάθηκε σθεναρά. Ἡ φοβέρα δέν κατόρθωσε νά κάμψει τό φρόνημά του καί ἡ σκλαβιά οὐδέποτε ἔγινε ἡ αἰτία νά συμβιβαστεῖ καί νά χάσει τήν αὐτοσυνειδησία του.
Ἀπό πλευρᾶς χαρακτηριστικῶν, μπορεῖ μέν ἡ Τουρκοκρατία νά μήν παρουσιάζει τήν αὐτή ἔνταση καθ’ ὅλη τή διάρκειά της, ὡστόσο ὁ φόβος, ἡ καταπίεση, οἱ βιαιοπραγίες, ἡ δυσβάστακτη φορολογία καί ὁ ἐξανραποδισμός ὑπῆρξαν ὁ κοινός παρονομαστής σέ ὅλες τίς φάσεις της. Ὁ λαός ὅμως ἀντέταξε τό θρησκευτικό καί ἐθνικό του φρόνημα, καί ἔτσι «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία» ὄχι μόνο δέν συμβιβάστηκε μέ τή μοίρα του, ἀλλά μέσα ἀπό συνεχεῖς ἀγῶνες (κατά τή διάρκεια τῶν τετρακοσίων χρόνων ἔγιναν περί τίς ἑκατό καί πλέον ἐπαναστατικές κινήσεις) κατόρθωσε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν ζυγό τοῦ κατακτητή.
Ὁ ἐχθρός τότε ἦταν ὁρατός, μέ σαφεῖς καί εὐδιάκριτες ἐπιδιώξεις. Στίς ἡμέρες μας ὅμως τεκταίνεται μία ἀκόμη Ἅλωση, δυστυχῶς ἀφανής καί κεκαλυμμένη. Ὁ ἐχθρός εἶναι πλέον δυσδιάκριτος, ἄν ὄχι ἀθέατος, καί τά μέσα πού μετέρχεται πολλά, ἔξυπνα καί ἀποτελεσματικά. Ἡ τεχνολογία καί τά ΜΜΕ βρίσκονται στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου, ἐνῶ καλοθελητές καί πρόθυμοι κάθε εἴδους συμβάλλουν, καθένας μέ τόν τρόπο του, γιά τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πλήρη ὑποταγή, τόν ἔλεγχο καί τή μαζοποίηση τοῦ πληθυσμοῦ. Τή δύναμη καί τήν ὁρμή τοῦ φαινομένου, ἄν καί εἶναι παγκόσμιο, τή βιώνουμε μέ ἰδιαίτερο τρόπο καθημερινά στόν τόπο μας. Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ θεσμοί φθίνουν, ἡ Παιδεία παραπαίει, ἡ Δικαιοσύνη ἀπογοητεύει, ἡ Ἐκκλησία ἀδρανεῖ καί ἡ κοινωνία, παραζαλισμένη καί ἀπονευρωμένη, καθεύδει ὄχι τόν ὕπνο τοῦ δικαίου ἀλλά τῆς ἀποχαυνώσεως.
Ὅλα σχεδόν τά πνευματικά ἐρείσματα γύρω μας, μέρα τήν ἡμέρα, ἐκλείπουν. Ἡ πολιτική καί οἱ πολιτικοί ἀδυνατοῦν νά ἀφουγκραστοῦν τίς πραγματικές ἀνάγκες καί νά συμβαδίσουν μέ τό κοινό αἴσθημα τοῦ πολίτη, ὁ ὁποῖος πλέον δέν ξέρει «μέ ποιούς νά πάει καί ποιούς νά ἀφήσει». Τά οἰκονομικά προβλήματα παραλύουν ὅποιες δυνατότητες ἀντιδράσεως, ἐνῶ οἱ ἀλλεπάλληλες ἧττες ἐπί τῶν ἐθνικῶν θεμάτων ὁδηγοῦν σέ ἀβεβαιότητα καί φόβο γιά τήν ἱστορική μας συνέχεια. Ἄν μάλιστα αὐτά συνδυαστοῦν καί μέ τή δημογραφική μας συρρίκνωση, γιά τήν ὁποία κάποιοι ἐδῶ και δεκαετίες ματαίως ἔχουν κρούσει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, τότε ὁ κίνδυνος ἀφανισμοῦ φαντάζει περισσότερο ζοφερός.
Καί μαζί μέ τούς πολιτικούς ἡγέτες ἀδυναμία παρουσιάζουν καί οἱ πνευματικοί ποιμένες. Ἀπό τότε πού ἡ Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἐθναρχοῦσα καί ἡ Ἱεραρχία μαζί μέ τόν ἁπλό παπά σύσσωμη διέσωζε τόν λαό ἀπό τήν ἀλλαξοπιστία καί τόν ἀφελληνισμό του, σήμερα συσχηματισμένη, κατά τό πλεῖστον, «τῷ κόσμῳ τούτῳ», ἀποστασιοποιεῖται τῶν μεγάλων προβλημάτων, ἐπιλέγοντας τή μετριοπάθεια ἤ τήν ἀφωνία, προκειμένου νά διατηρηθοῦν ἰσορροπίες καί νά ἀποφευχθοῦν συγκρούσεις. Ὁ εὐαγγελικός καί πατερικός λόγος συχνά πυκνά παρερμηνεύεται ἤ ἀποσιωπᾶται, ἐνῶ τά ἐξ ἄμβωνος κηρύγματα στίς ἐνορίες ἀποφεύγουν νά θίξουν τά μεγάλα καθημερινά προβλήματα πού βιώνει ὁ λαός σέ προσωπικό ἀλλά καί συλλογικό ἐπίπεδο. Βεβαίως, ἐξαιρέσεις ὑπάρχουν, καί μάλιστα φωτεινές, ὡστόσο δέν ἐπαρκοῦν γιά νά συνεπάρουν τόν λαό καί νά τόν ἐμπνεύσουν ὥστε νά «ἔλθει εἰς ἑαυτόν».
Τέλος, ἡ νεολαία (καί ὄχι μόνο αὐτή) παραμένει παγιδευμένη στήν εὐζωία, στήν ἄκριτη χρήση τῆς τεχνολογίας καί τήν ἀναζήτηση εὔκολου καί ἄκοπου χρήματος, μέσα ἀπό ἐπιδόματα καί στοιχηματικές ἑταιρίες. Σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τήν ἔλλειψη σωστῆς Παιδείας, πού θά μποροῦσε νά προσδώσει ὡριμότητα, πνευματικά ἐρείσματα, ἐθνικά ὁράματα καί προπαντῶς κριτική ἰκανότητα, δημιουργεῖται μιά νεολαία ἡμιμαθής μορφωτικά καί ἀναλφάβητη πνευματικά. Ἔτσι, παραμένει ἀπροστάτευτη καί εὐάλωτη σέ κάθε ψυχοσωματική ἐπιδρομή, καθώς καί στίς παγκοσμιοποιημένες ἐπιδιώξεις, οἱ ὁποῖες ἀπεργάζονται μεθοδευμένα τήν ὁμογενοποίηση τῶν λαῶν, τόν ἔλεχγο τῆς σκέψεως καί τήν ἄμβλυνση τῶν συνειδήσεων.
Ἡ Ἅλωση λοιπόν παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρη, διότι ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἕνα ἱστορικά ἐπετειακό γεγονός, ἀλλά κυρίως παράδειγμα ἀντιστάσεως ἑνός Ἔθνους, τό ὁποῖο, ἄν καί βίωσε μία ἱστορική ἧττα, ἀντιστάθηκε στήν ἀλλοίωση καί τήν ἀλλοτρίωση, διατήρησε τήν αὐτογνωσία του, πάτησε σέ αὐτήν καί ἀναγεννήθηκε.
Ἡ «Πόλις» μπορεῖ αὐτή τή στιγμή νά μήν ἀνήκει στήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ὡστόσο πρέπει νά βρίσκεται πάντοτε ριζωμένη στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας. Οἱ μνῆμες πρέπει νά διατηροῦνται ζωντανές καί τά γεγονότα νά ἐπανανοηματοδοτοῦν τό σήμερα, διότι «Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλον» (δημοτικό τοῦ Πόντου).
*Εκπαιδευτικός