Του Δημήτρη Γαρούφα*
Οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων (αποτελέσματα εκλογών στην Αλβανία, εξελίξεις στα Σκόπια κ.λπ.) επιβάλλουν χάραξη μιας νέας βαλκανικής πολιτικής από τη χώρα μας, μιας πολιτικής που θα της δίνει τη δυνατότητα να λειτουργεί σταθεροποιητικά στην ευρύτερη βαλκανική περιοχή, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των διαφορών (ιδιαίτερα στα δυτικά Βαλκάνια), προβάλλοντας την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά και τις αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Παράλληλα, να βοηθά τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς που ζουν σε γειτονικές χώρες να λειτουργούν ως γέφυρα φιλίας μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών που ζουν.
Ο γράφων ήταν μέλος της επιτροπής του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που επισκέφθηκε όλες τις βαλκανικές χώρες το 1993-1994, συζήτησε με τους εκεί δικηγορικούς συλλόγους και ίδρυσε ο ΔΣΘ το 1995 τη διαβαλκανική «ένωση βαλκανικών δικηγορικών συλλόγων», με μόνιμη έδρα τη Θεσσαλονίκη και μέλη τους εθνικούς δικηγορικούς συλλόγους Αλβανίας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Κύπρου και Ελλάδας, με στόχο επαφή των λαών και των πολιτισμών, καλλιέργεια κλίματος φιλίας και συνεργασίας, με άμβλυνση των διαφορών και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε όλες τις χώρες υπήρχε τότε φιλικό κλίμα για την Ελλάδα, από την οποία περίμεναν βοήθεια για να γίνουν μέλη της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, αλλά και για να αποκτήσουν σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς. Υπήρχε επιθυμία να μάθουν την ελληνική γλώσσα και γιατί ελκύει πάντα ο ελληνικός πολιτισμός, αλλά και γιατί όσοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα προσλαμβάνονταν από τις χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, που ιδρύθηκαν μετά το 1990 και δραστηριοποιούνταν στα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικά και ενδεικτικά γίνεται αναφορά στο τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, που ίδρυσε το πανεπιστήμιο Σόφιας το 1993. Στο τμήμα αυτό κάθε χρόνο εισάγονταν 25 άτομα, αλλά οι υποψήφιοι ήταν εκείνα τα χρόνια περισσότεροι από τους υποψηφίους για το τμήμα Αγγλικής Γλώσσας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1996 υπήρχαν 2.055 υποψήφιοι για 25 θέσεις, το 1999 2.385 υποψήφιοι και το 2002 2.682 υποψήφιοι, δηλαδή γινόταν δεκτός στο τμήμα σχεδόν ένας στους εκατό υποψηφίους.
Εκείνα τα χρόνια ιδρύθηκαν σε γειτονικές χώρες φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας από σωματεία της Θεσσαλονίκης (ΑΕΡΟΠΟΣ – Σύλλογος Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης κ.ά.), αλλά και από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που είχε ιδρύσει την επιτροπή «διάδοσης ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στα Βαλκάνια και στις παρευξείνιες χώρες», με πρωτοβουλία του τότε πρύτανη Γιάννη Τσεκούρα και με πρόεδρο της επιτροπής την καθηγήτρια Παρούλα Περάκη, που την περίοδο από το 1995 έως το 2005 διοργάνωνε σεμινάρια για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε εκπαιδευτικούς βαλκανικών χωρών και φιλοξενούσε σε κατασκηνώσεις του βορειοελλαδικού χώρου φοιτητές και μαθητές από τις βαλκανικές χώρες. Επισημαίνω ότι το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εκείνα τα χρόνια είχε δράση και προσφορά σε αρκετούς τομείς. Πρόχειρα αναφέρω ότι μεταξύ άλλων διοργάνωνε σεμινάρια για ομογενείς από γειτονικές χώρες για να μπορούν να αναπτύξουν εμπορική δραστηριότητα. Θυμάμαι ότι με χρηματοδότηση από το υπουργείο Παιδείας (αν θυμάμαι καλά) φιλοξενούσε στη Θεσσαλονίκη Σαρακατσάνους από τη Βουλγαρία, οι οποίοι μάθαιναν τι είναι συναλλαγματική, τι είναι επιταγή κ.λπ., δηλαδή πράγματα άγνωστα στις γειτονικές χώρες. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά και σήμερα οι μετέχοντες στα σεμινάρια τότε είναι πετυχημένοι επιχειρηματίες στις γειτονικές χώρες.
Μετά το 2010, με αφορμή την οικονομική κρίση, ατόνησαν όλες οι ελληνικές προσπάθειες και η χώρα μας, με πίεση των δανειστών, εγκατέλειψε και τα οικονομικά ερείσματα που είχε δημιουργήσει σε γειτονικές χώρες κι έτσι οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις βαλκανικές χώρες εκποιήθηκαν σε τρίτους, αφήνοντας κενό που επιμελώς καλύπτει η Τουρκία, η οποία ιδρύει σχολεία σε γειτονικές χώρες και με στοχευμένα έργα δημιουργεί ερείσματα οικονομικής παρουσίας με επιρροή σε κάθε χώρα και προκαλεί προβλήματα στη χώρα μας.
Η Ελλάδα, για να έχει φιλικά τα Βαλκάνια, πρέπει να έχει οικονομική και πολιτιστική παρουσία και να λειτουργεί σε σταθεροποιητικό ρόλο, καλλιεργώντας κλίμα φιλίας και συνεργασίας, με άμβλυνση των διαφορών και καλλιέργεια της βαλκανικής συνεργασίας, προβάλλοντας και εκφράζοντας ταυτόχρονα της αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Παράλληλα πρέπει να στηρίζει ποικιλότροπα τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, παραχωρώντας και την ελληνική υπηκοότητα και δίνοντας υποτροφίες για φοίτηση σε ελληνικά πανεπιστήμια για παιδιά ομογενών που ζουν στις γειτονικές χώρες. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται μια νέα βαλκανική πολιτική, που θα ασκείται με οδηγό τους ανοιχτούς ορίζοντες και τις διαχρονικές αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού.
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης