Του Χρήστου Μπολώση
Κάποτε, την παλιά καλή εποχή, τότε που όλα ήταν ρομαντικά, που τα ερωτευμένα ζευγαράκια την έβγαζαν με ένα σακουλάκι πασατέμπο αγναντεύοντας το ολόγιομο φεγγάρι.
Τότε, που με μια κιθαρίτσα και ένα κατοσταράκι ρετσίνα έπνιγες τον κάματο της ημέρας και το κυνηγητό για το μεροκάματο.
Τότε, που στη Δραπετσώνα, βρε, δεν είχαμε ζωή.
Τότε που τρέχαμε ξυπόλητοι στις αλάνες και παίζαμε μπάλα με πάνινα τόπια. (Σημείωση: Τότε, κάθε ποδοσφαιριστής που σεβόταν τον εαυτό του ξεκινούσε την καριέρα του κλοτσώντας πάνινα τόπια…)
Τότε που σέρναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα και δεν τα είχαμε βάλει πάνω απ’ τους ανθρώπους.
Τότε που η άπονη ζωή μάς γέννησε φτωχούς.
Τότε που πάγωνε η τσιμινιέρα και η εργατιά είχε ροζιασμένα χέρια και ήταν παντού μπροστά.
Τότε, λοιπόν, στο ποδόσφαιρό μας είχαμε τις κληρώσεις για τους αγώνες Κυπέλλου, που γίνονταν από την αρμόδια προς τούτο επιτροπή.
Περιέργως, κάθε χρόνο κάποια ομάδα, συνήθως η ίδια, έφθανε στον τελικό παίζοντας με σαφώς υποδεέστερες ομάδες, διότι έτσι έβγαζε η κληρωτίδα, στην οποία όμως, όπως λεγόταν τότε, υπήρχαν κρύα και ζεστά μπαλάκια, οπότε το εξασκημένο χέρι του αρμοδίου εύκολα έβαζε το μπαλάκι που ήθελε.
Πού τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;
Έτσι τα θυμήθηκα! Θα μας απαγορεύσετε και να θυμόμαστε τώρα;
Μπα, σε καλό σας!