Κάπου στην Κυψέλη. Ώρα 07:00. Το ξυπνητήρι στο σκεβρωμένο διαμέρισμα του Κώστα βροντά δυνατά και διαπεραστικά. Ο Κώστας, ένας πενηντάρης, μεσόκοπος και κουρασμένος άνθρωπος, σηκώνεται αργά και σκυθρωπά. Πλένεται, ντύνεται, παίρνει τα αντικαταθλιπτικά του και φτιάχνει καφέ (το τσιγάρο το έκοψε προ πενταετίας, ακολουθώντας τα νεωτεριστικά «ψευδο-πρέπει» της Μεγάλης Ουτοπίας).
Έπειτα, μπαίνει στο διαδίκτυο να «ενημερωθεί», με την κρυφή ελπίδα, κάθε μέρα, ότι θα διαβάσει κάτι που θα του δώσει έστω ένα ψήγμα ελπίδας. Φευ και ξαναφεύ. Ούτως ή άλλως, οι «ειδήσεις» που του εμφανίζονται στην οθόνη είναι προσαρμοσμένες στις διαδικτυακές του προτιμήσεις. Οργουελικό; Πολύ, όμως.
Η ημέρα του Κώστα, με το που βγει από το σπίτι, έχει μια γεύση από «Τρούμαν σόου», μια ανούσια επανάληψη, όπου κερδίζει το άτομο που μπορεί να προσποιηθεί περισσότερο, που επιπλέει, χωρίς συναίσθημα, χωρίς αντίδραση, χωρίς νεύρο.
Επιβιώνει, δηλαδή, εκείνος ο «αντιάνθρωπος», που θρέφεται και θρέφει τον ναρκισσισμό του. Ο αντιάνθρωπος -αρσενικός, θηλυκός και, εσχάτως, προϊόν άλλων δεκάδων «τερατογενέσεων»- που «ανεβάζει» ιστορίες (stories) και αρέσκεται στα φαινομενικά likes. Ο αντιάνθρωπος, που «ζει» εντός του αυτοτροφοδοτούμενου, ερμαφρόδιτου και κλειστού του κυκλώματος.
Αυτός, που κλείνει αυτόματα τα αυτιά και τα μάτια του στην πραγματικότητα, που αποσιωπά τα Τέμπη, την όζουσα διαφθορά, τη ροπή προς έναν απάνθρωπο ολοκληρωτισμό. Το επόμενο like να είναι καλά.
Βέβαια, ο Κώστας δεν πολυαντέχει. Πενηντάρης βλέπετε. Θυμάται ακόμη τις πρώτες διακοπές στη Ρόδο, όπου έκανε το πρώτο του καμάκι, όταν όλοι και όλα είχαν οσμή, αφή και ψυχή.
Θυμάται τις σούζες με το ΧΤ, τις κοπάνες από το σχολείο, το χτυποκάρδι του, όταν τηλεφωνούσε στο επταψήφιο σταθερό της κοπέλας που γούσταρε, αφού έπρεπε πρώτα να περάσει από τις τηλεφωνικές «εξετάσεις» των γονέων της.
Θυμάται την προσμονή του, πριν ανοίξει το γεμάτο ευωδία γράμμα της, τα πανηγύρια του ‘87, τον Γκάλη τον Θεό, τα ρίγη από τα γκολ του Σαραβάκου και τόσα άλλα, μπροστά στα οποία τα τωρινά ομοιάζουν νεκρά, άψυχα, ανούσια. Οργουελικά.
Και όταν ο Κώστας επιστρέφει το απόγευμα σπίτι του, κλείνει την εξώπορτα με ανακούφιση. Άλλη μια μέρα που επιβίωσε στη δυστοπία.
Πάντως, νιώθει ότι χρειάζεται να διπλασιάσει τη δόση των αντικαταθλιπτικών, αν είναι να επιβιώσει λίγο ακόμη, μερικές ημέρες, εβδομάδες, άντε μήνες. Μέχρι εκεί.
Υπέροχο κείμενο.
Σπουδαίο.
Ποίηση!
ΑΣΕ ΚΥΡΙΕ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΕ ΣΕ ΠΡΟΛΑΒΕ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ