Η δυσπιστία των σημερινών πολιτικών και θεσμών απέναντι στο εκλογικό σώμα συχνά δεν στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα, αλλά σε μια φοβική ανάγνωση της Ιστορίας
Της Μαρίας Δεναξά
Στις 8 Μαΐου συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Σχεδόν έναν αιώνα μετά η γηραιά ήπειρος συνεχίζει να ζει υπό τη σκιά των τραυμάτων της εποχής εκείνης, με τον φόβο του επαναλαμβανόμενου ολοκληρωτισμού και με ένα ερώτημα που εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο: Είναι οι θεσμοί της σημερινής Ευρώπης – Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματικά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιον κίνδυνο ή μήπως μέσα στην υπερβολική τους επιφύλαξη απέναντι στους λαούς υπονομεύουν οι ίδιοι τη δημοκρατία;
Η δυσπιστία των σημερινών πολιτικών και θεσμών απέναντι στο εκλογικό σώμα συχνά δεν στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα, αλλά σε μια φοβική ανάγνωση της Ιστορίας. Ο φασισμός για τους ιστορικούς δεν ήταν ποτέ απλά «θέλημα του λαού», αλλά το αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής διεργασίας μιας παραστρατημένης ελίτ κι ενός περίπλοκου πολιτικού παιχνιδιού, όπου οι θεσμοί και ιδιαίτερα οι διοικητικοί μηχανισμοί εξουσίας είχαν καθοριστικό ρόλο.
Με λίγα λόγια: Ο φασισμός δεν υπήρξε ποτέ ένα αυθόρμητο, λαϊκό ρεύμα. Αντιθέτως, καλλιεργήθηκε κυρίως από μέλη της ελίτ (διανοούμενοι, στρατιωτικοί, πολιτικοί κ.ά.), τα οποία, απογοητευμένα από τη δημοκρατία και παρασυρμένα από έναν εξιδανικευμένο πρωτογονισμό, επιζήτησαν την επιστροφή σε μια «αυθεντική» και αυταρχική τάξη. Το παράδειγμα της Ιταλίας και της ανόδου του Μουσολίνι, πρώην σοσιαλιστή, είναι χαρακτηριστικό.
Η περίπτωση της Γαλλίας προσφέρει ακόμα ένα, πιο περίπλοκο τοπίο. Το καλοκαίρι του 1940 οι Γάλλοι βουλευτές, σε μια στιγμή πανικού και κατάρρευσης, παρέδωσαν την εξουσία στον στρατηγό Πετέν, χωρίς να έχουν υποστεί ιδιαίτερη πίεση από τον κατακτητή. Ήταν πράξη λαϊκής βούλησης ή απόφαση της ελίτ η προδοσία του κοινοβουλευτικού συστήματος; Οι ιστορικοί συγκλίνουν στην άποψη πως η συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο με τον κατακτητή ήταν προϊόν πρωτίστως διεργασιών της γαλλικής ελίτ, που επέλεξε είτε από φόβο είτε από ιδιοτέλεια να συνεχίσει να υπηρετεί την εξουσία, όποια κι αν ήταν αυτή.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και τη συμμετοχή του απλού κόσμου. Από τους τραπεζίτες και τις βιομηχανίες μέχρι τους αγρότες και τους μικρεμπόρους που συναλλάσσονταν στη «μαύρη αγορά». Πολλοί εξ αυτών βρήκαν τρόπους να επωφεληθούν από τη γερμανική κατοχή, χωρίς πάντα πλήρη επίγνωση της προδοσίας τους. Ήταν όμως αυτοί οι ίδιοι που πρώτοι πλαισίωσαν και τα δίκτυα της Αντίστασης.
Συνεπώς, 80 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ερώτηση δεν είναι απλώς «ποιος φταίει περισσότερο, ο λαός ή η ελίτ;», αλλά πώς η ιστορική μνήμη χρησιμοποιείται για να οριοθετήσει (ή να περιορίσει) τη δημοκρατία. Αντί διαρκώς να φοβόμαστε τη βούληση των ευρωπαϊκών λαών, ίσως είναι καιρός να αναζητήσουμε ενίσχυση της πολιτικής παιδείας, της συμμετοχής και της συνειδητής πολιτικής ευθύνης παντού, σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»
Ο φασισμός είναι μια ιδεολογία κομμένη και ραμμένη για τον μικρομεσαίο άνθρωπο μίας κοινωνίας, ο οποίος αποτελεί και το 70% περίπου αυτής. Οι δε υπεύθυνοι για αυτό είναι η ελίτ τάξη, που τον επιβάλλει όταν εκείνη θεωρεί αναγκαίο παρακάμπτοντας την αστική τάξη η οποία είναι και ο μεγάλος της εχθρός.
Κάποιοι από την ελίτ σίγουρα έδωσαν το παράδειγμα ή/και το άλλοθι ώστε να ακολουθήσει και μικρό μέρος του λαού. Συνεπώς όταν η ελίτ είναι σάπια μένει στο λαό να ανορθώσει “αναχώματα” προστασίας.
Πόσο σάπια είναι η ελίτ σήμερα και σε τί έκταση;