Του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου*
Μια φορά κι ένα καιρό…/ σε κάποιο μακρινό γαλαξία…/ ήταν η Ρεζιλανδία. Αυτή η μικρή, φτωχική και ηλιόλουστη χώρα δεν λεγόταν πάντα Ρεζιλανδία. Κάποτε λεγόταν Ελλανδία, οι κάτοικοί της Ελλανδοί και στα αρχαία χρόνια είχαν αναπτύξει τον λαμπρότερο πολιτισμό, τον οποίο μετέδωσαν σε όλο εκείνο τον πλανήτη μέσω των αποικιών τους.
Ρεζιλανδία ονομάστηκε επειδή στα νεότερά της χρόνια κάποια στιγμή κατάφερε να κερδίσει την τριπλή διάκριση να είναι αποικία χρέους, αποθήκη λαθρομεταναστών και διαπλεκόμενη μπανανοδημοκρατία.
Αρχικά ως Ελλανδία μετείχε στην Ευρωσοβιετία, που ήταν μια νομισματική ένωση κρατών. Σε επίσημη τελετή όμως που διοργανώθηκε με κάθε λαμπρότητα από τις Αρχές της Ευρωσοβιετίας, η Ελλανδία μετονομάστηκε σε Ρεζιλανδία όταν πέτυχε την τριπλή διάκριση που αναφέραμε.
Στην Ευρωσοβιετία η λέξη Ρεζίλ σήμαινε τον μοντέρνο εκείνο πολίτη που στο πλαίσιο ενός υγιούς κοσμοπολιτισμού είχε αποκηρύξει τις αρχές της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας της χώρας του εμπιστευόμενος καλύτερα τις ντιρεκτίβες των Ευρωσοβιετικών κομισάριων. Αυτόν που λόγω βαθύτατου ανθρωπισμού θεωρούσε ρατσιστική τη φύλαξη των συνόρων που χωρίζουν τους λαούς. Και βέβαια αυτόν που στο πλαίσιο πολιτικού ρεαλισμού δεχόταν να κυβερνιέται από πρωθυπουργούς που επέλεγαν οι δυνάμεις της αγοράς και εν προκειμένω οι ολιγάρχες της χώρας του, άνθρωποι με κοινωνική προσφορά, αφού τον ψυχαγωγούσαν με τα τηλεοπτικά κανάλια τους και τα παιχνίδια των αθλητικών ομάδων στις οποίες τύγχαναν πρόεδροι.
Η διαπλεκόμενη μπανανοδημοκρατία στα πολιτικά χρονικά εκείνου του μακρινού γαλαξία σήμαινε το πολίτευμα που μια χούφτα ολιγάρχες διάλεγαν σαν αρχηγό κράτους αυτόν που θα μοίραζε καλύτερα το δημόσιο χρήμα στους ίδιους και στη διοικητική νομενκλατούρα. Οι κακόμοιροι Ρεζιλανδοί, οι οποίοι πλήρωναν με τους φόρους τους το δημόσιο ταμείο που ξεκοκάλιζαν άλλοι, παρηγοριόντουσαν κάποιοι μέσω επιδομάτων, κάποιοι μέσω της ελπίδας του τζόγου, κάποιοι μέσω ένταξης στον δημόσιο τομέα και κάποιοι κλέβοντας τα σπίτια των άλλων, καθώς στη Ρεζιλανδία η Δικαιοσύνη αντιμετώπιζε με ποινές-χάδια ακόμη και συμμορίες που είχαν διαπράξει εκατοντάδες ληστείες. Η φήμη της Ρεζιλανδίας ότι δεν είχε νόμους για την πάταξη της εγκληματικότητας αλλά μάλλον για την προώθησή της, την κατέστησαν κέντρο τουρισμού αλλοδαπών ληστών και εγκληματιών. Ωστόσο, για να μην αδικήσουμε τους πολιτικούς εμπνευστές αυτής της ιδιότυπης νομοθεσίας, οι ντόπιες και εισαγόμενες μαφίες μέσω της παραοικονομίας και του μαύρου χρήματος βοηθούσαν στην άνοδο της κατανάλωσης ειδών πολυτελείας, στην αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, στην είσπραξη περισσότερων φόρων, καθώς άνοιγαν με μπροστινούς τους νέες επιχειρήσεις (για ξέπλυμα χρήματος) και τελικά στην άνοδο του ίδιου του ΑΕΠ.
Υπήρχε και μια κατηγορία Ρεζιλανδών που πίστευαν ότι οι θυσίες τους γίνονται για καλό σκοπό και πως οι ηγέτες τους είναι σοβαροί άνθρωποι, με όραμα και στρατηγική για το μέλλον. Αυτοί ήταν οι φανατικοί ψηφοφόροι των παραδοσιακών κομμάτων της Ελλανδίας που δεν κατάλαβαν πόσο μεταλλάχτηκαν επί Ρεζιλανδίας. Ούτε κατανόησαν ότι επί διαπλεκόμενης μπανανοδημοκρατίας οι παλιές πολιτικές παρατάξεις της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς είχαν καταντήσει μουσειακές έννοιες, καθώς τα δεξιά, κεντρώα και αριστερά κόμματα εκπροσωπούνταν από πολιτικούς που είχαν δεχτεί, σαν αντίτιμο για να προωθήσουν την καριέρα τους, να είναι απλοί διαχειριστές των εντολών των Ευρωσοβιετοκρατών και των ντόπιων ολιγαρχών.
Να αναφέρουμε και μια ιδιότυπη κατηγορία Ρεζιλανδών που οι υπόλοιποι τους αποκαλούσαν λαϊκιστές, ψέκες και συνωμοσιολόγους. Αυτοί υποστήριζαν ότι η λέξη Ρεζίλ ήταν δάνειο της γλώσσας γειτονικής χώρας που στην παλιά Ελλανδία σήμαινε αυτόν που είναι ο περίγελος όλων. Και ότι σε μεγάλο νησί ελλανδικού πληθυσμού, που ήταν το μισό κατεχόμενο από τη γειτονική αυτή χώρα, υπήρχε παλιότερα η φράση ρεζιλλίκκιν, που σήμαινε τη γελοιοποίηση. Και τελικά πως οι Ευρωσοβιετοκράτες που ονόμασαν τιμητικά την Ελλανδία σε Ρεζιλανδία, επειδή πέτυχε ταυτόχρονα να γίνει αποικία χρέους και αποθήκη μεταναστών, γνώριζαν την παλιά σημασία της λέξης ρεζίλ και ουσιαστικά την ονόμασαν χώρα κορόιδων που γελάνε μαζί τους οι υπόλοιπες χώρες. Αυτοί οι Ρεζιλανδοί λοιπόν ντρέπονταν να ονομάζονται έτσι, επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται σαν Ελλανδοί και ήθελαν επιστροφή στις αξίες της παλιάς Ελλανδίας. Υποστήριζαν ότι για να προκόψει μια χώρα, πρέπει να έχει ανεξάρτητη πολιτική ηγεσία, εθνική κυριαρχία με σοβαρή φύλαξη των συνόρων, αυτόνομη οικονομική πολιτική με στόχους την αγροδιατροφική αυτάρκεια, την εκβιομηχάνιση σε στρατηγικούς τομείς, την εκμετάλλευση των πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων και ακόμη κοινωνική πολιτική με στόχο την προστασία των χαμηλότερων τάξεων και τη βοήθεια στα νέα ζευγάρια να βρουν φτηνή στέγη. Τέλος, σε μια Ευρωσοβιετία που διακήρυττε πως τα σεξουαλικά φύλα είναι 63, αυτοί υποστήριζαν πως είναι μόνο δύο, αυτά που προσδιόρισαν η φύση και η βιολογία. Και πως η επιθετική προπαγάνδα υπέρ των τρανς γινόταν για να χτυπηθεί η δυτική οικογένεια από ευρωσοβιετικές πολιτικές που στόχευαν στην υπογεννητικότητα ώστε να αντικατασταθεί ο γηγενής πληθυσμός από εξαθλιωμένους λαθρομετανάστες.
Έλεγαν ακόμη οι συνωμοσιολόγοι Ρεζιλανδοί που ήθελαν να τους λένε Ελλανδούς ότι η Ευρωσοβιετία εξελισσόταν διαρκώς σε ολοκληρωτικού τύπου κράτος ακολουθώντας πολιτικές που θύμιζαν την Μπολσεβικία, μια αχανή χώρα που υποτίθεται ότι θα εφάρμοζε μια πολιτική ουτοπία για τους προλετάριους εργάτες και κατάντησε τυραννία των γραφειοκρατών πάνω στο προλεταριάτο, μέχρι που τελικά χρεοκόπησε. Και κατήγγειλαν ότι η Ευρωσοβιετία θυμίζει την Μπολσεβικία στο ότι επιτίθεται στη μικρή ιδιοκτησία και στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, στο ότι φτωχοποιεί τη μεσαία τάξη και ακολουθεί σοσιαλισμό επιδομάτων, στο ότι με πρόσχημα κλιματικούς λόγους βάζει πάγο σε βιομηχανία, γεωργία και κτηνοτροφία, στο ότι ασκεί λογοκρισία στο διαδίκτυο με ποινές που φτάνουν στη φυλάκιση και στο ότι απαγορεύει τα κόμματα πατριωτών αντιφρονούντων φυλακίζοντας τους ηγέτες τους.
Όλα αυτά θεωρούνταν επικίνδυνες γραφικότητες για τη διαπλεκόμενη ανώτερη τάξη της Ρεζιλανδίας που σιτιζόταν εκτός του δημόσιου ταμείου και από τις επιδοτήσεις της Ευρωσοβιετίας.
Οι διαπλεκόμενοι Ρεζιλανδοί πολιτικοί και επιχειρηματίες θεωρούσαν υπευθυνότητα να στηρίζουν στην κάλπη οι Ρεζιλανδοί ψηφοφόροι το γαλάζιο και το πράσινο κόμμα που χρεοκόπησαν τη χώρα και που χρωστούσαν μαζί ένα δισεκατομμύριο σοβιετοευρώ στις τράπεζες, ποσό πολύ υψηλότερο από οφειλές κομμάτων αρκετά μεγαλύτερων χωρών της Ευρωσοβιετίας. Ο λόγος που τα υποστήριζαν πολιτικοί και ολιγάρχες ήταν ότι αυτά τα δύο κόμματα δημιούργησαν και θέριεψαν τη διαπλοκή στη χώρα κάνοντας μάλιστα και νόμους που προστάτευαν τους διαπλεκόμενους πολιτικούς από τη φυλάκιση όταν πιάνονταν με τη γίδα στην πλάτη να παίρνουν μίζες. Είχαν ψηφίσει και το ακαταδίωκτο για τραπεζικούς που χορηγούσαν θαλασσοδάνεια στα δύο κόμματα και σε κανάλια ολιγαρχών. Αυτοί οι νόμοι είχαν εξαπλώσει διεθνώς τη φήμη της Ρεζιλανδίας σαν της μεγαλύτερης μπανανοκρατίας και ηγέτες ανάλογων μπανανιών προσπαθούσαν μάταια να τους αντιγράψουν. Ακόμη πιο διάσημη έκαναν τη χώρα οι απολογίες πολιτικών που αθωώθηκαν στα δικαστήρια, για παράδειγμα αυτή που τα λεφτά από τις μίζες τα εμφάνισε ως εμβάσματα βοήθειας από θεία στη Νιγηγία, χώρας μιας ηπείρου εκείνου του πλανήτη με φτωχό μαύρο πληθυσμό.
Σε όσους Ρεζιλανδούς σκέπτονταν να ψηφίσουν κάτι εκτός του γαλάζιου και του πράσινου κόμματος, και ειδικότερα κόμμα με παλαιοελλανδικό προσανατολισμό, οι έγκυροι δημοσιογράφοι των τηλεοπτικών καναλιών τούς κουνούσαν το δάχτυλο ότι ρίχνουν τη χώρα στα βράχια. Και όσους κατήγγειλαν τη διαπλοκή με ονόματα τους κατηγορούσαν για τοξική αντιπολίτευση και πεζοδρομιακό λαϊκισμό. Κάποτε βγήκε ένας γέροντας μικροσυνταξιούχος σε τηλεοπτική εκπομπή και υποστήριξε ότι η κλεψιά του πολιτικού συστήματος ξεπέρασε και τη ληστεία που ανθούσε στις πρώτες δεκαετίες που η Ελλανδία είχε σχηματίσει κράτος, και ότι στη σύγχρονη Ρεζιλανδία οι ληστές ζούσαν όχι σε σπηλιές αλλά σε μέγαρα, όμως του αφαίρεσαν το λόγο.
Η μεγαλύτερη γιορτή στη Ρεζιλανδία ήταν η επέτειος της αποκατάστασης της μπανανοκρατίας στη χώρα και λάμβαναν προσκλήσεις όλες οι σοβαρές διαπλεκόμενες προσωπικότητες. Τηλεοπτικά πρωινάδικα και λάιφ στάιλ περιοδικά πρόβαλλαν τον χλιδάτο τρόπο ζωής των διαπλεκομένων, των παπαγάλων τους και των διασκεδαστών τους σαν την υπέρτατη κατάκτηση που μπορεί να πετύχει κάποιος στην κοινωνία της Ρεζιλανδίας. Και όταν ένας εκλεκτός διαπλεκόμενος πέθαινε, κηδευόταν δημοσία δαπάνη με τιμές αρχηγού κράτους και προς τιμήν του κηρυσσόταν και εθνικό πένθος. Ευτραφής πολιτικός είχε ρίξει την ιδέα μάλιστα να γίνονται και παρελάσεις με κεντρικό σύνθημα «μαζί τα φάγαμε», ατάκα που υπήρξε η υπερασπιστική γραμμή της διαπλοκής όταν χρεοκόπησε τη χώρα.
Και καταπώς λέει το παραμύθι, ζήσαν αυτοί καλά στη Ρεζιλανδία κι εμείς καλύτερα.
*Συγγραφέας – Τοπικός εκδότης
ΕΠΟΣ
Τέλειο! Ρεζιλανδία ότι πρέπει! Κάπου ομως να αναφέρεις ότι οι Ρεζιλανδοί από παιδεία στα τάρταρα. Επιλέγουν τους ίδιους και τους ίδιoυς. Κληρονομική Δημοκρατία ή εκλεγόμενη ολιγαρχία όπως θες πέστο. Μιας και τα έχεις βάλει με την εξουσία μόνο να σου θυμίσω ότι αυτοί εκεί βρίσκουν και τα κάνουν . Και μην μου πεις οτι από παιδεία είμαστε αριστα 10 γιατί ο Αριστοτέλης -την εποχή της κανονικής Ελλάδας και όχι της Ρεζιλανδίας- υποστήριζε ότι η παιδεία είναι θεμελιώδης για τη διαμόρφωση σωστών πολιτών και ότι η έλλειψή της οδηγεί σε φθορά των πολιτευμάτων. Σύμφωνα με την αριστοτελική σκέψη, η παιδεία δεν είναι απλώς γνώση, αλλά ηθική και κοινωνική συγκρότηση, που καθορίζει τη συμπεριφορά των πολιτών στην καθημερινότητά τους. Αρα το να έχουμε επιλέξει -αυτούς που μας αξίζουν βέβαια- κάποιους εαυτουλάκηδες για πολιτικούς, δεν είναι κάτι διαφορετικό από το “απόσταγμα” της δικής μας παιδείας.