Του Απόστολου Αποστόλου*
«Τα άγραφα περιθώρια των σελίδων της Ιστορίας είναι απείρως πιο πλατιά από τα κείμενα» έγραφε ο Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατομπριάν. Στιγμές και αφηγήσεις πότε γραμμένες και πότε μυθολογημένες από στόμα σε στόμα μάς δίνουν τις ακρώρειες της Ιστορίας, αλλά και τις αιχμηρές πλευρές του γίγνεσθαι.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, έναν χρόνο μετά τη μάχη στο Βατερλό, την 1η Μάιου 1816, σ’ ένα δείπνο με τον Λα Κοζ, σκεπτόμενος την υστεροφημία του ή δικαιολογώντας καλύτερα στιγμές της πολιτικής και στρατιωτικής αποτυχίας του, θα του πει: «Ένας Γάλλος ιστορικός, αν έχει καρδιά, μπορεί να μου αποδώσει και κάτι θετικό και θα με υπερασπιστεί, και αυτό δεν θα είναι δύσκολο, γιατί τα γεγονότα μιλούν, λάμπουν σαν τον ήλιο. Κατεδάφισα το βάραθρο της αναρχίας και διέλυσα το χάος. Αποκατέστησα την Επανάσταση και εξευγένισα τους λαούς, ενισχύοντας τους βασιλείς. Υπερασπίστηκα όλες τις φιλοτιμίες ανταμείβοντας παράλληλα όλες τις αξίες, επεκτείνοντας έτσι τα όρια της δόξας! Όλα αυτά κάτι δεν είναι; Και έπειτα, σε τι θα μπορούσαν να με κρίνουν αυστηρά, έτσι ώστε να μην μπορεί να με υπερασπιστεί ένας ιστορικός; Μήπως στις προθέσεις μου; Δεν υπάρχουν, άραγε, περιθώρια που να μπορεί να με αθωώσει ένας ιστορικός; Μήπως στον δεσποτισμό μου; Και εδώ θα μπορούσε να αποδείξει ο ιστορικός ότι η δικτατορία ήταν απολύτως αναγκαία. Θα ισχυριστούν, άραγε, ότι παρακώλυσα την ελευθερία; Αλλά επίσης εδώ θα ισχυριζόταν ένας ιστορικός ότι η αναρχία ήταν πάντα στο κατώφλι της πόρτας. Ή μήπως θα πουν ότι αγάπησα υπερβολικά τον πόλεμο; Αλλά και εκεί ένας ιστορικός θα μπορούσε εύκολα να αποδείξει ότι πάντα δεχόμουν επιθέσεις και ήμουν σε άμυνα. Ή ακόμη θα ισχυριστούν ότι πόθησα την παγκόσμια μοναρχία; Ακόμη και εδώ μπορεί να πει ο ιστορικός ότι αυτό αποτελεί τυχαίο έργο των περιστάσεων, ότι οι ίδιοι οι εχθροί μας με οδήγησαν εκεί βήμα προς βήμα. Θα βρουν να πουν, τέλος, ότι ήμουν υπερφιλόδοξος; Αλλά δίχως φιλοδοξία μπορείς να εγκαθιδρύσεις ένα κράτος του ορθού λόγου (l’ empire de la raison) και να ρυθμίσεις μια κρατική ισορροπία; Θα το ισχυριζόταν και αυτό ο ιστορικός! Με πολύ λίγες λέξεις, αυτή είναι η αυτοκρατορία μου».
«Ιστορία τελειωμένη, Ιστορία ατελείωτη» έλεγε ο Λουί Αλτουσέρ. Ξέρουμε πια καλά ότι στο ατελιέ της πολιτικής ιστορίας, σ’ όλους τους ιστορικούς χρόνους, κάνει υπερωρίες η υποκρισία, ενώ η δικαιολόγηση των πολιτικών πράξεων γίνεται η βαθύτερη κλίση της εξουσιομανίας. Το ζούμε, το βλέπουμε, ακόμη και σήμερα, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Επειδή πλέον η Ιστορία έχει μπει στον γύψο για τα σημαντικά γεγονότα και στο λιβάνισμα για τα ασήμαντα. Κανένας πρωθυπουργός δεν αναρωτιέται για το τι έπραξε, όπως ο Ναπολέων, και ποτέ κανέναν πρωθυπουργό δεν τον βαραίνει η παραδοχή της πολιτικής ενοχής και αταξίας, παρά μόνο για το πόσο προχώρησε η ατζέντα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα, κάθε χρόνο στη ΔΕΘ οι πρωθυπουργοί μετρούν την ιστορική τους διαδρομή εξαγγέλλοντας παροχολογίες και καταθέτοντας υποσχεσιολογίες χωρίς μετρικές αναλογίες. Όλα πνίγονται στη θάλασσα του «θα» και στις ευχές που γίνονται ηλεκτροφόρα καλώδια. Οι πολιτικές υποσχέσεις κάθε χρόνο στη ΔΕΘ παίζουν με τις ακένωτες φλυαρίες, αλλά και με την αντοχή μας.
Τι είναι οι πολιτικές υποσχέσεις;
Οι πολιτικές υποσχέσεις αποτελούν κούφια λόγια, όμως έχουν τη δύναμη να γεμίζουν ψευδαισθησιακά την ψυχολογία των πολιτών με ξερή παροχολογία προνομιακού χαρακτήρα. Στις εξαγγελίες των πολιτικών υποσχέσεων θριαμβεύουν τα στερεότυπα της εξαγοράς συνειδήσεων των πολιτών, τα οποία τους κρατούν δεμένους σ’ ένα δημαγωγικό συναίσθημα, δημιουργώντας παράλληλα γέφυρες εμπιστοσύνης με τον οραματισμό ενός μέλλοντος που θα ανατείλει με καλύτερες συνθήκες. Η υπόσχεση, βέβαια, είναι κάτι περισσότερα από λόγια. Γιατί η υπόσχεση αποτελεί μια δήλωση πρόθεσης, ένα κοινωνικό σύμφωνο, μια τροποποιημένη σχέση. Σύμφωνα με μελέτες πολιτικών ψυχολόγων, οι υποσχέσεις είναι απαραίτητες για την κοινωνική συνοχή. Λειτουργούν ως δεσμεύσεις συνεργασίας για τη διατήρηση σταθερών δεσμών. Η υπόσχεση επιδιώκει ένα αίσθημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κοινών στόχων, ενώ ενισχύει τις κοινότητες ώστε εκείνες να φτιάχνουν ένα περίγραμμα σταθερότητας.
Μάλιστα, θα λέγαμε ότι οι πολιτικές υποσχέσεις έχουν μια ισχυρή κινητήρια επίδραση που υπερβαίνει την ικανοποίηση. Και αυτό γιατί η δέσμευση αποτελεί μια μελλοντική δράση, αυξάνοντας την αίσθηση του ρεαλισμού, πυροδοτώντας μια σειρά από θετικές σκέψεις για τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας. Ενθαρρύνεται έτσι η συνεργασία και μαζί η συμφωνία ότι θα δοθεί κάτι ως αντάλλαγμα για εκείνο που έχει χαθεί. Εξάλλου, η πολιτική υπόσχεση έχει την ικανότητα να αλλάζει την ισορροπία δυνάμεων και να δημιουργεί ένα αίσθημα κερδοφορίας.
Η μαρξιστική ιδεολογία θεωρούσε ότι η πολιτική ατζέντα παροχολογίας ελέγχεται από μια κυρίαρχη ελίτ που εργάζεται για λογαριασμό των καπιταλιστικών συμφερόντων. Έτσι, είναι οι κυρίαρχες ελίτ εκείνες που κρύβονται πίσω από τις πολιτικές παροχολογίες και υποσχεσιολογίες, και όχι οι κυβερνήσεις. Οι πολιτικές υποσχέσεις χρησιμοποιούνται για να εκτονωθεί η πιθανή λαϊκή εξέγερση ενάντια στην επιλεγμένη πολιτική κατεύθυνση του καπιταλιστικού κράτους και ως εκ τούτου κωδικοποιούν σχέσεις κυριαρχίας.
Οι ψευδείς μελλοντικές πολιτικές υποσχέσεις είναι μια τεχνική χειραγώγησης που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για τον έλεγχο και την εξαπάτηση των ανυποψίαστων πολιτών και τη δημιουργία ενός πολύ ισχυρού δεσμού υποταγής . Ο πολιτικός δίνει υποσχέσεις για ένα καλύτερο και ανταποδοτικό μέλλον για τον πολίτη, προκειμένου να κερδίσει τη συγκατάθεσή του ή την υποταγή του στο παρόν. Έτσι, ο πολιτικός χρησιμοποιεί ψευδείς μελλοντικές υποσχέσεις για να κρατήσει τον πολίτη εμπλεκόμενο και εξαρτημένο. Δημιουργώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα για το πώς θα είναι η κοινή ζωή στο μέλλον, στον ορίζοντα της νέας σταθερότητας και νέων απελευθερωτικών προτύπων ζωής..
Ωστόσο, οι ψευδείς πολιτικές μελλοντικές υποσχέσεις είναι συχνά κενές και χωρίς καμία πρόθεση να τηρηθούν. Ο πολιτικός μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναβάλει ή να σαμποτάρει συνεχώς την επίτευξη αυτών των υποσχέσεων, δημιουργώντας πάντα νέες δικαιολογίες ή αλλάζοντας στόχους. Και το συγκλονιστικό είναι ότι, όταν ο πολίτης ζητήσει εξηγήσεις για τις αθετημένες υποσχέσεις των πολιτικών εξαγγελιών, ο πολιτικός αποδίδει τις ευθύνες στις διεθνείς συγκυρίες, οι οποίες αποδόμησαν τις προσδοκίες των υποσχέσεων. Το έχουμε ζήσει και το έχουμε εμπεδώσει.
Έτσι, ο πολίτης παραμένει παγιδευμένος σε μια σχέση που βασίζεται σε ψεύτικες ελπίδες και ανεκπλήρωτες προσδοκίες. Οι δε συνέπειες των ψευδών πολιτικών μελλοντικών υποσχέσεων είναι βαθιές και οδυνηρές για τον πολίτη, και αυτό γιατί παραμένει σε μια μη ρεαλιστική ελπίδα για μια θετική αλλαγή, εγκαταλείποντας τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες στο αόρατο μέλλον. Σε εμάς η υποσχεσιολογία και η παροχολογία αποτελούν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το λαμπρό δείγμα της σφαλερής μας προοπτικής και αφύσικης στάσης απέναντι στην πολιτική μας εξέλιξη.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας