Ευκαιρίες και κίνδυνοι στη συνάντηση της Άγκυρας

Αφού ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να δείχνει ότι όλα βαίνουν καλώς με την Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι λογικό να τον διευκολύνει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα

Του Αλέξανδρου Τάρκα*

Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ορθώς συνεχίζει τον διάλογο με την Τουρκία (γιατί, διαφορετικά, ακόμα και η μικρότερη σπίθα έντασης ίσως οδηγούσε σε μέγιστη κρίση), αλλά, αν δεν μεταβάλει σύντομα το πλαίσιο και τον τρόπο διεξαγωγής του, η ζυγαριά θα γείρει πανηγυρικά υπέρ της Άγκυρας. Ήδη έχει αρχίσει να γέρνει.

Η ελληνική πλευρά, μέσω της συνάντησης του Βοσπόρου, τον Μάρτιο του 2022, και της Διακήρυξης των Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 2023, έχει εγκλωβιστεί σε μια αντιφατική διαδικασία. Εκτός από το θετικό στοιχείο της -προσωρινής- ηρεμίας στο Αιγαίο, δεν κερδίζει τίποτα περισσότερο, ενώ η Άγκυρα προωθεί (διμερώς, στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ) πολλές επιλογές της, έχοντας εξασφαλίσει την de facto ελληνική ανοχή στις πάγιες θέσεις της. Και, ως γνωστόν, η επί μακρόν ανοχή και αδράνεια δημιουργούν συνθήκες παραίτησης από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ως και νέα τετελεσμένα.

Ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν και οι στενοί συνεργάτες του έχουν καταφέρει κάτι που δεν ίσχυε, κατά τις πρώτες συναντήσεις κορυφής, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη (στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο 2019 και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς). Έχουν πετύχει το Μέγαρο Μαξίμου να σιωπά ως προς το casus belli για τα 12 ν.μ., τα τρία παράνομα τουρκολιβυκά μνημόνια, την υπονομευτική δράση στη Θράκη, το Κυπριακό και, γενικότερα, για όλες τις κινήσεις επεκτατισμού της Άγκυρας. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά συζητεί (σχεδόν) τα πάντα. ό,τι υπερβολικό κι αν της τίθεται, χωρίς η ίδια να απαιτεί την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτονόητων δικαιωμάτων της.

Κατά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα, στις 13 Μαΐου, η τουρκική αντιπροσωπία αναμένεται να θέσει, μεταξύ άλλων, δύο ζητήματα. Πρώτον, την επαναβεβαίωση της Διακήρυξης των Αθηνών και την επίσημη ανακοίνωση κάποιου από τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ώστε να επιβραβευτεί το υφιστάμενο πλαίσιο διαλόγου. Αν πρόκειται για κάποιο «τυπικό» ΜΟΕ (ανταλλαγές επισκέψεων στρατιωτικών κ.λπ.), η Αθήνα είναι ακίνδυνο να συναινέσει. Αν όμως οι προτάσεις εκτραπούν προς τη νόθευση του Μνημονίου Παπούλια – Γιλμάζ ή τον προληπτικό έλεγχο αεροναυτικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ήταν δυνατόν να αποδεχθεί οτιδήποτε σχετικό.

Άλλωστε η Αθήνα δεν έχει κανέναν λόγο να παίζει το παιχνίδι του κ. Ερντογάν προς εντυπωσιασμό των Αμερικανών και των Ευρωπαίων συμμάχων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι τον Δεκέμβριο, ακριβώς την επομένη της Διακήρυξης των Αθηνών, ο υφυπουργός Εξωτερικών Μπ. Ακσαπάρ επικαλέστηκε το νέο, θετικό κλίμα σε συζητήσεις του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και, βάσει αυτού, αξίωσε ταχεία αναθεώρηση των ρυθμίσεων Ε.Ε. – Τουρκίας σε θέματα άμυνας και ασφάλειας. Επομένως, αφού ο Τούρκος πρόεδρος έχει τόσες επείγουσες προτεραιότητες (οικονομική στήριξη και θέματα ασφάλειας στην Ε.Ε., ομαλή υλοποίηση της συμφωνίας F-16 με τις ΗΠΑ κ.λπ.) και θέλει να δείχνει ότι όλα βαίνουν καλώς με την Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι λογικό να τον διευκολύνει, χωρίς να αξιώνει χειροπιαστά ανταλλάγματα. Πολύ περισσότερο, όταν συνεχίζονται οι επανειλημμένες δηλώσεις περί «Γαλάζιας Πατρίδας», αποστρατιωτικοποίησης των νήσων και περιορισμού του ελληνικού εναέριου χώρου.

Παράλληλα, το δεύτερο ζήτημα που αναμένεται να θέσει η τουρκική πλευρά είναι το πάγωμα της ελληνικής εξαγγελίας για την ανακήρυξη θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο. Μετά την επίσημη ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό στις 16 Απριλίου 2024, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών τόνισε: «Συμβουλεύουμε την Ελλάδα να μη χρησιμοποιεί τα προβλήματα του Αιγαίου και τα ζητήματα που αφορούν το καθεστώς ορισμένων νησιών, βραχονησίδων και βράχων, των οποίων η κυριαρχία δεν έχει μεταβιβαστεί με διεθνείς συμφωνίες για τη δική της ατζέντα».

Εκτοτε, επικρατεί δημόσια σιωπή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι αρμόδιοι εν Αθήναις συζητούν παρασκηνιακά πως «θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Ειδικά, κατά την εφαρμογή του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, για το καθεστώς των νήσων και βράχων και την εκεί άσκηση πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι αν και ο πρωθυπουργός υιοθετεί παρόμοιες αντιλήψεις.

*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη 

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Αν μαυριστεί στις 9 Ιουνίου…

Σκιάζεται από το ενδεχόμενο μαύρισμα της 9ης Ιουνίου ο Μητσοτάκης και μηχανεύεται ραδιουργίες προς ανάκτηση της λαβωμένης κυριαρχίας του....

Τι μαγειρεύει ο κ. Γεραπετρίτης;

Στις αρχές Απριλίου τρεις υπουργοί, οι κ. Σκυλακάκης, Γεραπετρίτης και Αυγενάκης, εξήγγειλαν τη χωροθέτηση δύο «εκτεταμένων» θαλάσσιων πάρκων, το...

Πρέσπες: «Μακεδονία» από το παράθυρο μέσα από τις μεταβατικές διατάξεις!

Εισαγωγική παρατήρηση πριν υπεισέλθω στην ουσία του σημερινού σημειώματος: εάν η Ελλάς δεν έχει κυρώσει μέχρι στιγμής τα πρωτόκολλα...

Ένα τραγικό δίδυμο στο υπουργείο Εξωτερικών

Ξεκίνησα τη δημοσιογραφία από το λεγόμενο «διπλωματικό ρεπορτάζ», οπότε τα χάλια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είχα την ευκαιρία να...