Του Παναγιώτη Λιάκου
Το θαύμα της κατίσχυσης του θανάτου δεν μπορεί να προσεγγιστεί με πεζό τρόπο και λόγο. Τέτοιος αιφνιδιασμός και αναπάντεχο διέξοδο στον μονόδρομο που οδηγεί στο αβυσσαίο χάσμα του τάφου δεν περιγράφεται με την κλασική λεκτική γεωμετρία που αναπτύσσεται στον άξονα «υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο».
Δεν είναι για λογίους και προσγειωμένους η περιγραφή της υπέρβασης που κατόρθωσε ο Χριστός. Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούν να την εικονοποιήσουν, να τη μεταφράσουν σε συναίσθημα. Κι αλαφροΐσκιωτοι είναι κι οι ποιητές, εκείνοι τουλάχιστον που κινούνται στα σύνορα της λογικής και της τετραμερούς θεϊκής μανίας, όπως την ορίζει ο Πλάτων.
Μέσα στους στίχους που υποβάλλουν τα άνω πεδία στον στιχοπλόκο υπάρχει η μαντική μανία, η ερωτική, η ποιητική και η τελετουργική. Όλες τούτες οι υποδιαιρέσεις ενώνονται στον ποιητικό λόγο κι έτσι αυτός αποδίδει τα θαύματα και τα θαυμαστά – με μέγιστο όλων την Ανάσταση.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα «Το Μετέπειτα», που το έγραψε το 1892, γράφει για το κύμα της αθάνατης εν Χριστώ ζωής:
Πιστεύω το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξεις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξις
αλλ’ ένστικτον. Θα προστεθεί η ουρανία λέξις
εις της ζωής την ατελή την άλλως άνουν φράσιν.
Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθεί την δράσιν.
Οτε διά παντός κλεισθεί το βλέμμα εις την Πλάσιν,
θα ανοιχθεί ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.
Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύσει εξ εκάστου
Ευαγγελίου του Χριστού – ζωής αδιασπάστου.
«Η ημέρα της Λαμπρής» είναι ένα τμήμα από τη μεγάλη αλλά ανολοκλήρωτη ποιητική σύνθεση του Διονυσίου Σολωμού, που τιτλοφορείται «Ο Λάμπρος». Ο εθνικός ποιητής μας άρχισε να γράφει τη σύνθεσή του το 1824 και τη συνέχισε επί σειρά ετών. Ιδού πώς έβλεπε ο Σολωμός την ημέρα της Λαμπρής:
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και αποκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Το ποίημα «Λαμπρή» του Κωστή Παλαμά προέρχεται από τη συλλογή «Δειλοί και Σκληροί Στίχοι», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1928. Σ’ αυτό είναι αξιοπρόσεκτη η σύνδεση της Ανάστασης του Χριστού με την ανάσταση του ελληνικού έθνους και την επιστροφή του στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Δράμα και θάμα του Απριλιού γιορτή και του Κυρίου,
Λαμπρή,
μυστικό ρόδο που οι σκληροί γεννούν του μαρτυρίου
Σταυροί.
Χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων,
Λαμπρή,
βόηθα, τη δόξα του ξανά το Γένος των Ελλήνων
να βρει.
Γίνε Ελεούσα Παναγιά ή με το δόρυ η Κόρη,
Λαμπρή,
μεσουρανίς κάμε να πάνε ως πρώτα οι δαφνοφόροι
καιροί.
Στο στόμα ως έχουν το φιλί του Πάσχα όλοι, μεγάλοι,
μικροί,
δείξε φιλί αναστάσιμο και την Ελλάδα πάλι,
Λαμπρή.
Πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν και του μίσους
νεκροί.
Στήσε μας της θυσίας βωμούς και της αγάπης Κροίσους,
Λαμπρή.
Από λατρείες παλιές και νέες άναψε Υμέναιον ένα,
Λαμπρή,
για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα,
μπορεί.
Χριστός Ανέστη!