Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Φίλη καθηγήτρια σε γυμνάσιο του αθηναϊκού κέντρου κράτησε παράμερα και διακριτικά τις προάλλες μία μαθήτρια, την ώρα που τα παιδιά έμπαιναν στις αίθουσες, και την ορμήνεψε, με μητρική στοργή, ότι οι ενδυματολογικές της επιλογές ήταν κάπως ακραίες για την ηλικία της.
«Εδώ έρχεσαι για να μάθεις τον τρόπο που θα μπορείς αργότερα να μαθαίνεις», τη συμβούλεψε, «δεν είναι πασαρέλα, κορίτσι μου». Μοιραίο λάθος… Στο επόμενο τέταρτο κατέφθασε μαινόμενη με οξυζενέ μαλλί και ντυμένη στην πένα η… βασιλομήτωρ και ωρυόμενη επιτέθηκε με ανάρμοστες εκφράσεις στην άτυχη φίλη, λέγοντας προτού αποχωρήσει θριαμβευτικά, διότι θεώρησε ότι… την κατατρόπωσε, «σου απαγορεύω να κάνεις άλλη φορά παρατηρήσεις στο δικό μου το παιδί!». Μάλιστα… απάντησε συνοφρυωμένη και η «δικιά» μου, προσθέτοντας, προτού επιστρέψει ήρεμα στη δουλειά της, «αν εσείς δεν έχετε πρόβλημα που η κόρη σας ντύνεται σαν νυμφίδιο, τότε ούτε κι εγώ»… Προφανώς, η άλλη δεν κατάλαβε τι ακριβώς σημαίνει «νυμφίδιο», γιατί ποιος ξέρει τώρα ποια κατάληξη θα είχε το συμβάν…
Το θυμήθηκα βλέποντας την έκπληξη όσων απορούν με τη βία μεταξύ των εφήβων. Όποιος βυθίζεται στην πόλη με μάτια ανοιχτά παρατηρεί μέρος της πιτσιρικαρίας να συμπεριφέρεται με απίστευτη επιθετικότητα, που φλερτάρει με την παράβαση. Τα αγόρια ανταλλάσσουν προσβλητικές χειρονομίες, δήθεν ότι πυγμαχούν -όταν δεν πυγμαχούν αδέξια, αλλά με αγριότητα, στ’ αλήθεια- και στα κορίτσια, τα οποία κορίτσια, ειρήσθω εν παρόδω, βρίζουν με άσχημο στόμα, δείγμα μιας αδιέξοδης χειραφέτησης, φέρονται άκρως υποτιμητικά και με βαθιά περιφρόνηση.
Αισθάνεται κανείς ότι συμμετέχει παρά τη θέλησή του σε βιντεοκλίπ κανενός τράπερ… Καλά, πώς το ανεχόσαστε αυτό, ρώτησα τις προάλλες έξαλλος στο τραμ μια παρέα κοριτσιών. Με κοίταξαν με οίκτο…
Γυρίζουν το βράδυ στο σπίτι τα συγκεκριμένα -ευτυχώς δεν μιλάμε για την πλειονότητα- παιδιά, που κατεβάζουν τις κουκούλες απειλητικά μέχρι τα μάτια στα απομεινάρια άλλης μιας σκληρής κι αδιάφορης μέρας, γιατί προφανώς αυτός ο κόσμος δεν τα περιλαμβάνει στις προτεραιότητές του και νιώθουν ότι κινούνται σε εχθρικό έδαφος.
Σκοτεινά, απελπισμένα νιάτα. Και δεν έχουν κάποιον να ρωτήσει τα στοιχειώδη: πού ήσουν, με ποια παρέα ήσουν, τι κάνατε, πώς περάσατε. Η οικογένεια, ο θεμελιώδης πυρήνας κοινωνικής οργάνωσης, διαλύθηκε στα χρόνια των Μνημονίων. Ακόμα και αυτές που άντεξαν μετράνε βαθιές πληγές και επώδυνα ρήγματα.
Τη βία της ανεργίας, την οικονομική ανασφάλεια και τα αμετάθετα αδιέξοδα των γονιών τους τα βίωσαν πρώτα τα παιδιά, τα οποία βλέποντας σκηνές πρωτοφανούς έντασης, με αλκοολισμό, ναρκωτικά και με χειροδικίες στο σπίτι, κουβάλησαν το τραύμα τους στους δρόμους και προσπαθούν να βρουν ταυτότητα και άκρη, με τους δικούς τους φόβους και τις προσδοκίες, χωρίς να μπορεί να τα οριοθετήσει με αγάπη και έγνοια κάποιος τον οποίον να σέβονται.
Η οικογένεια δεν μπορεί, ο κοινωνικός περίγυρος βρίσκεται σε αφασία και στο σχολείο λιγοστεύουν οι δάσκαλοι που είναι πρόθυμοι «να μπλέξουν». Θέλουν να πιστέψουν σε κάτι πολύ και να πεθάνουν οι νέοι, θα ‘λεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Η ξέπνοη κοινωνία μας, όμως, αδιάφορη και περιχαρακωμένη στο μικροσυμφέρον και στον εαυτούλη της, προσφέρει σκέτο θάνατο, χωρίς ένδοξες πολυτέλειες…
Η οικογένεια δεν διαλύθηκε στα μνημόνια.
Διαλύθηκε από έναν νόμο μιας κυρίας το 1983.
Και τα μειράκια έγιναν ξεκαπίστρωτα όταν η “δημοκρατία” έπαυσε το δικαίωμα των εκπαιδευτικών να τα τιμωρούν. Με σφαλιάρες -όχι σαδισμού, αποβολές, εκδιώξεις, συμπεριφορές, βαθμούς.
Αν αμέσως την οξυζενέ άρπαζαν εισαγγελέας και ΟΠΚΕ και κατέληγε Κορυδαλλό ή Ελαιώνα με την Ηλία, θα αναμορφωνόταν.
Η αριστερίλα που λεηλάτησε το κράτος από το 1981 για να καλοπερνά ανάξια, όταν η καλοπέραση σφίχτηκε, πλάσαρε το παραμύθι της πάσης λόγω μνημονίων νόσου. Οι νοήμονες δεν το καταπίνουν.