Ο μη αστικός χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Απόστολου Διαμαντή, Η Επανάσταση του 1821. Η ηγεσία, τα γεγονότα, η ιστοριογραφία, Ηρόδοτος, Αθήνα 2024

Οι Έλληνες ιστοριογράφοι, που χρησιμοποιούν μηχανιστικά την έννοια της πάλης των τάξεων ως κινητήριου μοχλού της ιστορικής διαδικασίας, εφαρμόζοντάς την με τον ίδιο τρόπο σε εντελώς διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, ανακαλύπτουν ελληνική αστική τάξη κατά τον 18ο-19ο αιώνα, η οποία μάλιστα είναι η κινητήρια  ηγετική δύναμη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ενώ ιδεολογικά η Ελληνική Επανάσταση είναι φαινόμενο της αστικής τάξης στην πορεία της προς την εξουσία.

Προκύπτει αβίαστα ο καθαρά ιδεοληπτικός χαρακτήρας των ιστοριογραφικών προσεγγίσεων που ανακαλύπτουν, ευκαίρως-ακαίρως, άλλοτε αστική τάξη και άλλοτε φιλελεύθερες πολιτικές θέσεις στην ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης, στα μέλη δηλαδή της Φιλικής Εταιρίας που καθοδήγησαν τον Αγώνα, εν προκειμένω στους επισκόπους, τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς του 1821.

Ο τυπικός συλλογισμός αυτής της, μάλλον πρόχειρης, σκέψης περί ελληνικής αστικής τάξης κατά τον 18ο αιώνα, είναι περίπου ο εξής: ο πλούτος του Έλληνα εμπόρου φέρνει ευμάρεια, η οποία ευμάρεια οδηγεί απευθείας σε διαφορετικό τρόπο ζωής και εν συνεχεία σε διαφορετικές συμπεριφορές, οι οποίες συμπεριφορές οδηγούν κι αυτές με τη σειρά τους σε διαφορετικές ιδεολογίες – το ένα φέρνει το άλλο. «Ο έμπορος, ο πλοιοκτήτης, ο καπετάνιος, ο τοκογλύφος, πολλοί, θα χρειαστεί γραμματικό…ιδού και τα γράμματα…και ιδού ενώπιόν μας ένας αστός» [1].

Με αυτήν την, κάπως απροσδόκητη θα λέγαμε, αιτιακή σειρά αδιαμεσολάβητης μετατροπής ενός καπετάνιου σε αστό έχει κατασκευαστεί το ιστοριογραφικό σχήμα περί αστικής ελληνικής επανάστασης. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στον Έλληνα έμπορο που ασκεί εμπορική δραστηριότητα στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον Μωριά ή στη Στερεά και τον μεγαλέμπορο Έλληνα της διασποράς, που έχει την έδρα του στην Κεντρική Ευρώπη, στη Βιέννη ή στη Μασσαλία ή στα ιταλικά λιμάνια. Δεν πρόκειται για ενιαία τάξη Έλλήνων εμπόρων δηλαδή, αλλά για δύο τελείως διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εμπορικού κεφαλαίου, που συσσωρεύεται από το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα της Ανατολής, βρίσκεται έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο εσωτερικό της, στις ελληνικές περιοχές, έχουν απομείνει μικρέμποροι- ενδιάμεσοι, οι οποίοι φυσικά δεν συγκροτούν αστική τάξη.

Παρακάμπτοντας αυτά τα ιστορικά δεδομένα και αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες της τουρκοκρατούμενης ελληνικής κοινωνίας, έναντι της δυτικής κοινωνίας του 18ου αιώνα, κατασκευάστηκε, μέσες-άκρες, η τρέχουσα ιδεοληψία περί αστικής  Ελληνικής Επανάστασης, μια θέση που παραγνωρίζει πλήρως την ελληνική πραγματικότητα, καθώς ηγεσία της επανάστασης ήταν μια συνωμοτική επαναστατική ομάδα κληρικών, ενόπλων και γαιοκτημόνων, με καθαρά εθνικο-απελευθερωτικούς στόχους.

Το να προσδίδει κάποιος χαρακτηριστικά εκπροσώπου της αστικής τάξης σε πρόσωπα όπως ο Παπαφλέσσας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – στην ηγεσία δηλαδή του Αγώνα – είναι προφανώς άστοχο. Αστική τάξη στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπάρχει – με την έννοια τουλάχιστον που δίνουμε στον όρο αυτό μιλώντας για την αστική τάξη στην Ευρώπη του 18ου αιώνα – και επιπλέον, όπως θα αναλύσουμε, τα δικαιώματα των ιδιοκτητών γης παραμένουν εν ισχύ και μετά την απελευθέρωση, ενώ η τάξη των γαιοκτημόνων – προεστών είναι η μοναδική τάξη που συνεχίζει και μετεπαναστατικά να διεκδικεί δικαιώματα.

Αστική υπέρβαση, λοιπόν, δεν παρατηρείται στην Ελλάδα του 18ου και 19ου αιώνα και επομένως δεν παρατηρούμε και το φαινόμενο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, όπως ιστορικά το βλέπουμε στη Δύση. Οι μεταφορές προϊόντων είναι δύσκολες, αργές, με τεράστιο κόστος, καθώς το οδικό δίκτυο είναι ακατάλληλο και τα μεταφορικά μέσα πρωτόγονα, σε ένα πλαίσιο που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και προαστικό. Σε όλη την οθωμανική επικράτεια – και στην Πελοπόννησο φυσικά – «όλα μεταφέρονται στην πλάτη κάποιου ζώου και δεν υπάρχουν κατάλληλοι δρόμοι, αφού δεν υπάρχουν ούτε και άμαξες, ώστε να δημιουργηθεί και η ανάγκη για δρόμους» [2]. Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το προεπαναστατικό κοινωνικό περιβάλλον, πρόκειται για συνθήκες που δεν επέτρεψαν την επένδυση του συσσωρευμένου ελληνικού κεφαλαίου σε ντόπιες βιοτεχνικές επιχειρήσεις.

Επιπλέον, διαδικασία περάσματος στην αστική εποχή δεν μπορούσε να υπάρξει στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, διότι το εμπορικό κεφάλαιο παρέμεινε σταθερά στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν τοποθετήθηκε ποτέ στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή με δημιουργικό τρόπο.

Ας συνοψίσουμε: η γενική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στις παραμονές της επανάστασης, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στο εμπόριο και στη βιοτεχνική παραγωγή, ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα μιας αστικής η ακόμα και προαστικής περιόδου, καθώς παρέμενε παραδοσιακά αγροτική, σε καθεστώς καθήλωσης του αγροτικού πληθυσμού στη γη, χωρίς κανένα στοιχείο εκσυγχρονισμού, με βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις και με ένα εμπόριο μικρής κλίμακας στο εσωτερικό και κερδοσκοπίας μέσω λαθρεμπορίου στο εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων, με κέρδη που αποθησαυρίζονται και δεν οδηγούν σε παραγωγικές επενδύσεις. Έχουμε δηλαδή, στα μέσα του 19ου αιώνα μία κατεξοχήν αγροτική κοινωνία, με σχεδόν απούσα την αστική τάξη.

Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για ελληνική αστική τάξη του 18ου αιώνα, η οποία μάλιστα ηγήθηκε της Επανάστασης, στηριζόμενοι στην ανάπτυξη του εμπορίου. Γνωρίζουμε επιπλέον, πως ακόμα και οι Έλληνες έμποροι των αρχών του 19ου αιώνα – οι οποίοι προχείρως μετονομάζονται σε αστική τάξη – όχι μόνον δεν ηγήθηκαν της επανάστασης, αλλά αντιθέτως ανησύχησαν σφόδρα με τις ειδήσεις που λάμβαναν από τη Μολδοβλαχία και τον Μωριά, την άνοιξη του 1821.

Η εμπορική αλληλογραφία που έχει ως τώρα δημοσιευθεί είναι χαρακτηριστική του πανικού που προκάλεσαν τα επαναστατικά γεγονότα στους Έλληνες εμπόρους της διασποράς: «Με τα χθεσινά γράμματα από αυτού και άλλα φρέσκα οπού εις Φλωρεντίαν έφθασαν με εξεπίτηδες ταχυδρόμον πληροφορούμεθα δυσαρέστως τα συμβάντα Βλαχίας και είθε το κακό να μην επεκταθεί και εις άλλα μέρη της Τουρκίας με αφανισμόν των ομογενών μας και του εμπορίου», έγραφαν στις 2 Απριλίου προς τον μεγαλέμπορο Χατζή Κωνσταντίνο Πωπ στη Βιέννη, οι Έλληνες έμποροι του Λιβόρνου Μοσπινιώτης, Γαλιάς και Δεσπότης. Λίγες μέρες μετά, σε νέα επιστολή τους, θα το ξεκαθαρίσουν καλύτερα: «Τα σιτάρια και όλα τα άλλα ληθαργώσιν εις το παντελές και η επιχείρησις των καμβίων είναι νενεκρωμένη επειδή και τα περιστατικά του πολέμου καταφοβίζουν όλους μας γενικώς…τα του εμπορίου μας εις γαλήνην και ο Θεός ίλεως…τα γεννήματα εις καταισχύνην, η τύχη αυτών κρέμαται από τας πολιτικάς περιστάσεις» [3].

Οπωσδήποτε δεν φαίνεται πως ηγούνται της Ελληνικής Επανάστασης οι τόσο ανήσυχοι και φοβισμένοι Έλληνες έμποροι, καθώς, στο πλαίσιο μιας μάλλον κερδοφόρας εμπορικής πρακτικής δεν μπορεί να καλλιεργηθεί επαναστατική διάθεση. Από άλλες πηγές μάλιστα, καταδεικνύεται όχι μόνον φόβος, αλλά και ενεργός αντίθεση στη μόλις εκραγείσα Ελληνική Επανάσταση. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Cristian Muller έγραφε από τη Ζάκυνθο τον Ιούλιο του 1821 προς τον Brockhaus, εκδότη της εφημερίδας Allgemeine Zeitung: «Οι πιο ευκατάστατοι και πλούσιοι Έλληνες δεν υπεστήριξαν τον πόλεμο αυτόν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, υπάρχουν μάλιστα πολλοί εξ αυτών οι οποίοι αποδοκιμάζουν. Με μελαγχολικό μειδίαμα εδιάβαζαν μερικοί στις εφημερίδες για τις πατριωτικές θυσίες και συνεισφορές» [4].

Από τα αυστριακά αρχεία προκύπτει επίσης πως οι Έλληνες έμποροι της Μασσαλίας δεν υποστήριξαν το φιλελληνικό κίνημα, ζητώντας υπέρογκα ναύλα από όσους Ευρωπαίους φιλέλληνες ήθελαν να ταξιδέψουν και να πολεμήσουν στην Ελλάδα, ενώ χρηματίζονταν και από τους Τούρκους, ώστε να μην δίνουν τα πλοία τους για το σκοπό αυτό [5]. Φυσικά θα μπουν στον Αγώνα αρκετοί εξ αυτών, όχι ως έμποροι, αλλά ως Έλληνες, ως επιφανή μέλη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων τους.

Οι Έλληνες έμποροι, λοιπόν, δεν συνιστούν αστική τάξη και επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για αστική και πολύ περισσότερο για φιλελεύθερη Ελληνική Επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα οι Έλληνες έμποροι των αρχών του 19ου αιώνα είναι αρχικά επιφυλακτικοί ή και αρνητικοί με την Ελληνική Επανάσταση που έχει ήδη εκραγεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως η ελληνική μετάβαση στην αστική εποχή γίνεται ουσιαστικά στον μεσοπόλεμο, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, που προσφέρουν φτηνή εργατική δύναμη και τόνωση της αγοράς, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις δημιουργίας της ελληνικής βιομηχανίας και της μετάβασης της Ελλάδας στην αστική εποχή [6].

[1] Βασίλη Κρεμμυδά, Η ελληνική επανάσταση του 1821. Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες, Gutenberg, Αθήνα 2016, σ. 30.

[2] Rufus Anderson, Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands, made in 1829, Βοστώνη 1830, σ. 41.

[3]Απόστολου Διαμαντή, «Εμπορική αλληλογραφία του έτους 1821: κριτική στο κυρίαρχο μεταπολεμικά ιστοριογραφικό σχήμα», στο Κ. Σβολόπουλου / Γ. Μεταλληνού / Χ. Μηνάογλου (επιμ), Ιστοριογραφία και πηγές για την ερμηνεία του 1821, Πρακτικά Συνεδρίου, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος,  Αθήνα 2013, σσ. 205-214. 

[4] Γ. Λαϊου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, Δίφρος, Αθήνα 1958, σ. 173.

[5]  στο ίδιο, σ. 256.

[6] Για το ζήτημα βλ. σχετικά Κώστα Βεργόπουλου, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 40-44.

  1. Ακριβώς, οι αγρόοτες μας ξεκίνησαν την Επανάσταση.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Οικολογικό τσιμέντωμα

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία έκρηξη στην οικοδομή, η οποία οφείλεται κυρίως στο απαράδεκτο νομοθέτημα για την αύξηση των...

Ο επιστήμονας που διάβασε τις στάχτες της Πομπηίας και έφτασε στον...

Μέχρι χθες ο Γκρατσιάνο Ρανότσια ήταν ένας άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Αν και ο Ιταλός ακαδημαϊκός έχει να παρουσιάσει...

Η κλιματική αλλαγή μάς απειλεί

Η φετινή άνοιξη άρχισε στην Ελλάδα με θερμοκρασίες ρεκόρ για την εποχή. Στις 6 Απριλίου, σχεδόν έναν μήνα πριν...

Οι θρύλοι που υφαίνουν τη ζωή μας

Απέναντι από το γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, αριστερά του δρόμου, υπήρχε στις αρχές του 1980 ένα ταβερνάκι, ο...