Του Κωνσταντίνου Σχοινά
Οι απόψεις των Ολλανδών, σύμφωνα με τις οποίες το βαμβάκι καλό θα ήταν να εγκαταλειφθεί στον θεσσαλικό κάμπο, δεν έμειναν χωρίς αμφισβήτηση. Ειδικοί αντιλέγουν ότι δεν πρόκειται απαραίτητα για την πιο υδροβόρα καλλιέργεια, όπως έχει καθιερωθεί να πιστεύεται. Η καλύτερη διαχείριση των υδάτων εν γένει, λένε οι ίδιοι ειδικοί, μπορεί φυσικά πάντοτε να γίνει με αξιοποίηση νέας τεχνολογίας στην άρδευση, με χρήση νέων περιβαλλοντικών συστημάτων κ.λπ. (θυμηθείτε μια συζήτηση γύρω πάλι από τη γεωργία μας: γιατί δεν βελτιώνουμε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων διαμέσου επενδύσεων σε νέα τεχνολογία στην παραγωγή τους, αντί να λέμε ότι θα το πετύχουμε εισάγοντας φθηνά χέρια από τις εσχατιές της Ασίας, χέρια τα οποία ανάθεμα κι αν ξέρουν πώς να τινάξουν τις ελιές ακόμα και με την παλιά, καλή μέθοδο;).
Έπεσε στην αντίληψή μου ένα άρθρο που συμπλέει 100% με τους Ολλανδούς (ξορκίζοντας το βαμβάκι της Θεσσαλίας και παρομοιάζοντάς το με τον λιγνίτη στη Δ. Μακεδονία), κι αυτό προέρχεται από τον γενικό διευθυντή στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Ομολογώ πως έχω μια εδραιωμένη προκατάληψη έναντι αυτών των οργανώσεων, αναρωτώμενος πάντοτε αν πρώτιστο μέλημά τους είναι να προστατεύσουν το περιβάλλον ή να προστατεύσουν συγκεκριμένα συμφέροντα, αλλότρια ως επί το πλείστον. Γράφει μεταξύ άλλων: «Ακούστηκε επίσης ότι το βαμβάκι είναι μέρος του αγροτικού DNA του θεσσαλικού κάμπου. Η αλήθεια είναι ότι η καλλιέργεια βαμβακιού στην περιοχή κέρδισε έδαφος μετά το 1981, λόγω ένταξης στην (τότε ΕΟΚ) Ε.Ε. και των στρεμματικών επιδοτήσεων. […] Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η εκτεταμένη βαμβακοκαλλιέργεια στον κάμπο δεν είναι μια φυσική επιλογή, αλλά το αποτέλεσμα οικονομικών επιλογών. Και, ναι, αναμφίβολα φέρνει σημαντικά έσοδα στην περιοχή».
Είναι ενδιαφέρον ότι με αυτό το σκεπτικό 45 συναπτά έτη δεν φτάνουν για να θεωρηθεί μια καλλιέργεια «παραδοσιακή» ή έστω «χαρακτηριστική» ενός τόπου («μέρος του DNA του»), και η εισροή εσόδων θεωρείται εν μέσω δύσκολων καιρών ψιλό γράμμα. Ωστόσο, στην ίδια χώρα, τα ίδια ΜΜΕ και παρόμοιες πάνω κάτω «διεθνείς οργανώσεις» είναι ικανά να αμφισβητούν παραδόσεις τριών και βάλε χιλιετιών και να αντιμετωπίζουν… το ανδρικό και γυναικείο DNA σαν να είναι παιχνίδια για πειράματα. Θα σου πουν δε με φυσικότητα ότι ανοίγει μια ωραιότατη ευκαιρία ώστε φτωχές γυναίκες από τον Τρίτο Κόσμο να γίνουν παρένθετες μητέρες και να τους δώσουμε οικονομική ένεση για να στείλουν στο σχολείο τα δικά τους παιδιά (τάδε έφη προσφάτως Αριστείδης Χατζής).
Θα φταίει το «συντηρητικό DNA της Θεσσαλονίκης» για αυτές τις σκέψεις που μόλις σας εξέθεσε ένας Θεσσαλονικιός. Αυτό τουλάχιστον είναι αυταπόδεικτο!