Ο Δήμος Μούτσης «έφυγε» χθες, αφήνοντας πίσω του μελωδίες και δημιουργίες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας
Του Βασίλη Γαλούπη
Υπάρχουν τραγούδια που «κάτι» σου κάνουν όταν τ’ ακούς ξαφνικά. «Κάτι» ραμμένο από μελωδίες, ρυθμό και μνήμες που μπορεί να ενώνει. Αυτή η δύναμη κρυβόταν στα τραγούδια του Δήμου Μούτση. Ο εκ των σπουδαιότερων συνθετών της Ελλάδας τα τελευταία 60 χρόνια πέθανε στα 86 του, αλλά θα συνεχίσει να εξασκεί μια ανεξήγητη δύναμη σε πολλούς ανθρώπους, να κάνει το παρελθόν «ζωντανά» παρόν με τις μουσικές του.
Κάποιες βαθιά ριζωμένες μελωδίες όπως οι δικές του, που όλοι τις αναγνωρίζουν, ασκούν μια αδιόρατη «εξουσία» πάνω στον κόσμο. Αποτελούν κομμάτι της ταυτότητάς μας, μια αίσθηση συγγένειας, που όλοι μας καταλαβαίνουμε αυτόματα. Ο Μούτσης έγραφε τραγούδια για συνηθισμένες ζωές κι έτσι σφράγισε ολόκληρη την κοινωνία. Παρά τη δημοφιλία και την αναγνώριση που γνώρισε ήδη από τη δεκαετία του ‘70, επέλεξε, ως στάση ζωής, να παραμείνει ταπεινός και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι συνεντεύξεις του λιγόστευαν με τα χρόνια, αλλά είχαν όλο και μεγαλύτερο βάθος.
Ως δημιουργός υπήρξε αυστηρός με τους τραγουδιστές. Δεν του άρεσαν τα πολλά «γυρίσματα» και οι χρωματισμοί: «Γι’ αυτό και τους διάλεγα πολύ προσεκτικά και ήθελα να ερμηνεύουν με συγκεκριμένο τρόπο. Όχι από εγωισμό, όχι δηλαδή με την έννοια ότι πρέπει να είναι ντε και καλά “κάτω από τον δημιουργό”, αλλά για να υπηρετούν πιστά το τραγούδι». Όταν ρωτήθηκε ποιους τραγουδιστές εκτιμούσε, είχε πει: «Αυτούς που σέβονται τα τραγούδια που τραγουδούν. Τέτοιος είναι ο Νταλάρας, για παράδειγμα (σ.σ.: αν και δεν συνεργάστηκαν ποτέ δισκογραφικά). Τα τραγούδια που λέει τα τιμάει, τα ανεβάζει, προετοιμάζεται ώρες και μέρες. Είναι και φοβερός μουσικός ο ίδιος, άλλωστε, δεν κοροϊδεύει, δεν κάνει αρπαχτές, κι αυτό που δίνει στον κόσμο αγγίζει τα όρια της τελειότητας. Αυτό ξέρω εγώ κι ας πά’ να λένε».
Είχε, όμως, κι άλλους σε εκτίμηση. Για τη Χαρούλα Αλεξίου έλεγε πως «βγάζει αυτό που έβγαζε κι ο Μπιθικώτσης όταν τραγούδαγε. Αυτή την “τρυφερή ανημπόρια”. Αυτό το μοναδικό κράμα θαυμασμού για τον άνθρωπο και συμπόνιας για την ανεπάρκειά του. Αυτή τη βαθιά ουσία, που διέκρινε όλη την αρχαία ελληνική τέχνη». Κολακευτικά μιλούσε ακόμα για τη Γαλάνη, την Πρωτοψάλτη, τη Βιτάλη, τον Λιδάκη. Με εξαίρεση τα πρώτα λαϊκά του τραγούδια, οι περισσότερες δουλειές του μετά το ’70 αναγνωρίστηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως «δεν ευχαριστήθηκα την επιτυχία “ζεστή”!»
Πέρα από τη μουσική, του άρεσε να ζωγραφίζει. Αγαπούσε και τον αθλητισμό, κυρίως το ποδόσφαιρο και το τένις. Αν και Πειραιώτης, ήταν ένας από τους γνωστούς φίλους της ΑΕΚ αλλά και λάτρης του Χατζηπαναγή: «Η ΑΕΚ είναι θέμα αγωγής, όχι καταγωγής». Στα μαύρα χρόνια των Μνημονίων η γλώσσα του «τσάκιζε» για Τσίπρα – Μητσοτάκη. Το καλοκαίρι του 2016 έγραψε για την πολυαναμενόμενη… ανάπτυξη: «Τι να πει κανείς! Οι μέρες γεμάτες δηλητήριο που πρέπει να το πιούμε, μοιάζουν να κρύβονται όλο και πιο βαθιά μέσα στη νύχτα! Οι μισοί, μη βλέποντας φως, σκύβουν το κεφάλι μετανιωμένοι κι απογοητευμένοι. Οι άλλοι σαν τα όρνια περιμένουν τον Κούλη τους, να ορμήσουν κι αυτοί σ’ ό,τι ξέμεινε από ψοφίμι πάνω σ’ αυτή την “έρημη” γη! Εγώ είμαι πλέον εκ των απερχομένων! Και το ενδεχόμενο μιας “επερχόμενης ανάπτυξης” να το πετιέται!»
Δήλωνε αντιδραστικός και κατά των δημόσιων σχέσεων, ενώ δεν δίσταζε να κάνει δημοσίως απολογισμό της καριέρας του και αυτοκριτική: «Τώρα, που έχουν περάσει τα χρόνια και αναλογίζομαι το τι έκανα, δεν είμαι και πολύ ευχαριστημένος. Το ότι μπορεί να έγραψα πέντε τραγούδια καλύτερα ίσως από κάποιον άλλον δεν είναι τίποτα για μένα και τον χαρακτήρα μου. Μπορεί δίπλα μου να πέρασε κάτι και δεν το άγγιξα, γι’ αυτό και μέμφομαι τον εαυτό μου. Μπορεί να φταίει η ατυχία, μπορεί η αναβλητικότητά μου, δεν ξέρω». Οι φορές που ο Μούτσης τόλμησε μέσα από την τέχνη του ήταν πολλές, ανοίγοντας νέους δρόμους τόσο για τη μουσική όσο και για συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά στράφηκε σε διαφορετικού ύφους δημιουργίες και απομακρύνθηκε αρκετά από τις «κανταδόρικες» λαϊκές μελωδίες. Ένα από τα πιο δημοφιλή όσο και ρισκαδόρικα εγχειρήματά του αποδείχθηκε η συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου στο θρυλικό «Δεν λες κουβέντα».
Ο Μούτσης πρόβαρε με την Μπέλλου μόνο τα τρία κουπλέ του τραγουδιού, δίχως να της πει ότι υπήρχε ενδιάμεσα και το ρεφρέν, που ερμήνευε ο ίδιος. Όταν άκουσε η μεγάλη τραγουδίστρια την ολοκληρωμένη ηχογράφηση, πήγε σπίτι του σε έξαλλη κατάσταση: «Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες; Όλο “όχι” λέει, τίποτα αισιόδοξο». Ενημέρωσε, μάλιστα, τον συνθέτη ότι θα έκανε ασφαλιστικά μέτρα για να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι. Λίγες μέρες μετά η Μπέλλου κατάλαβε το λάθος της κι επέστρεψε στο σπίτι του Μούτση για να του προσφέρει ένα μπουκέτο λουλούδια: «Συγγνώμη, τελικά είμαι τυχερή» του είπε. Ο Μούτσης δεν είναι πια κοντά μας, το κληροδότημά του όμως είναι εδώ. Όπως ο ίδιος έλεγε, όταν τραγούδαγε έκλεινε πάντα τα μάτια, επειδή εκείνη την ώρα «έψαχνα μέσα μου μήπως και βρω καμιά καλύτερη λέξη, που δεν είχα σκεφτεί ή, έστω, μια καλύτερη νότα. Μπα! Ποτέ δεν βρήκα άκρη. Τα τραγούδια μου τελικά παρέμεναν πάντα πάνω από μένα!»