Του Γιώργου Χαρβαλιά
Εντάξει, όλοι ξέρουμε ότι ο ενδοτισμός είναι σήμα κατατεθέν της εξωτερικής μας πολιτικής, τουλάχιστον τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ιδιαίτερα από τα Ίμια και μετά. Αλλά υπάρχει και ένα όριο στις επικύψεις, όριο που αυτή η κυβέρνηση έχει σίγουρα ξεπεράσει. Γιατί, όταν η υπόκλιση on camera (φανταστείτε τι γίνεται στο παρασκήνιο) τείνει να γίνει δεύτερη φύση και μηχανική κίνηση απέναντι σε οποιονδήποτε ξένο, ακόμη και κλητήρα πρεσβείας, τα πράγματα παραπέμπουν σε σύνδρομο εθνικού μαζοχισμού.
Στα Ίμια ξεφτιλιστήκαμε – το γνωρίζουν κι οι πέτρες στην τελευταία εσχατιά της πατρίδας μας. Τρία παλικάρια έχασαν τη ζωή τους, χωρίς να ακουστεί «μπαμ» από ελληνικό όπλο. Καταλήξαμε να ευχαριστούμε τους Αμερικανούς, γιατί… μεσολάβησαν ώστε να υποστείλουμε τη σημαία από ελληνικό έδαφος και να απολέσουμε εθνική κυριαρχία. Λίγο αργότερα, στη Μαδρίτη, δεχτήκαμε απαράδεκτες μονομερείς αξιώσεις των Τούρκων ως… εύλογα ζωτικά συμφέροντα της άλλης πλευράς.
Μια ευχάριστη αναλαμπή προέκυψε από τον Κώστα Καραμανλή. Είπαμε κι ένα «όχι» σε Γερμανούς και Αμερικανούς για τα Σκόπια, αρνηθήκαμε να παραλάβουμε τα υποβρύχια που «έγερναν», επιχειρήσαμε να μπούμε στο ενεργειακό παιχνίδι, βρίσκοντας μια γλώσσα συνεννόησης με τους Ρώσους, ανοίξαμε την πύλη του Πειραιά στην τεράστια κινεζική αγορά. Φυσικά, όλα αυτά στοίχισαν την πτώση του πρώην πρωθυπουργού.
Αργότερα ήρθαν τα Μνημόνια. Και τότε ξεβρακωθήκαμε στους δανειστές, χωρίς να προβάλουμε την παραμικρή αντίσταση. Οι πολιτικοί μας συνυπέγραψαν την καταστροφή της σύγχρονης Ελλάδας, επειδή δεν ήταν σε θέση (οι ίδιοι γνωρίζουν γιατί) να αντιστρέψουν τον εκβιασμό προς τους Γερμανούς «τιμωρούς» μας. Ξεπούλησαν χωρίς δισταγμό την εθνική περιουσία, απεμπόλησαν ακόμη και το ιερό δικαίωμα να εγείρουμε αξίωση για τις πολεμικές αποζημιώσεις, αν μη τι άλλο, ως ελάχιστο φόρο τιμής στους νεκρούς μας.
Στη συνέχεια ήρθε η εθνική μειοδοσία των Πρεσπών από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και σήμερα, μια κυβέρνηση που κηρύσσει τον ανένδοτο υπέρ του «αναφαίρετου δικαιώματος» να υιοθετούν παιδί δύο μουστακαλήδες κάνει τα στραβά μάτια στην ωμή, χυδαία και απροκάλυπτη καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βιώνει η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία από μια διεφθαρμένη συμμορία η οποία λυμαίνεται τη γειτονική χώρα.
Στην πράξη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αναγάγει σε… διπλωματική τέχνη την κεφαλαιοποίηση του ενδοτισμού όλων των προηγούμενων – με σημαντικές ποιοτικές προσθήκες. Φτάσαμε στο απίθανο σημείο να διαλύσουμε τις πατροπαράδοτες σχέσεις με το φιλικό ρωσικό έθνος, που ποτέ δεν μας ενόχλησε, για χάρη μιας άλλης συμμορίας, εξίσου διεφθαρμένης με του Ράμα. Φιλήσαμε τα πόδια του «σουλτάνου», ο οποίος μας απειλούσε ότι «θα έρθει βράδυ» και θα ρίξει έναν πύραυλο εδάφους εδάφους στο Σύνταγμα για να… ισιώσουμε. Υποκλιθήκαμε στους Γερμανούς και τους Αμερικανούς πάτρωνες, λέγοντας κι «ευχαριστώ» για το άγριο δούλεμα που μας επιφυλάσσουν. Κλείσαμε το μάτι στην κατάργηση του βέτο για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, ενώ βαφτίσαμε «fair deal» την πανάκριβη απόκτηση… μισής μοίρας «αόρατων βομβαρδιστικών» και την ασύμμετρη πριμοδότηση της Τουρκίας με εξοπλισμούς που ανατρέπουν το αεροπορικό ισοζύγιο στο Αιγαίο. Δεχτήκαμε και την επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών, που υποτίθεται θα ακυρώναμε μονομερώς, έτσι και η άλλη πλευρά συνέχιζε να μην τηρεί τις πρόνοιες.
Τώρα, φτάσαμε στο σημείο να μας διασύρει η Αλβανία και να σφυρίζουμε κλέφτικα. Προσέξτε το αυτό για να αντιληφθείτε το σημείο της εθνικής κατάπτωσης.
Ακόμη και η κυβέρνηση Σημίτη, η πιο ενδοτική που έχει περάσει στη Μεταπολίτευση -με την εξαίρεση της σημερινής-, γνωρίζοντας τουλάχιστον την αναλογία μεγέθους με τους ξυπόλητους γείτονες, φρόντιζε να βάζει κάποιες κόκκινες γραμμές. Όταν το 2000, σε κάποιες άλλες δημοτικές εκλογές στη Χειμάρρα, οι Αλβανοί μπασκίνες έβγαλαν τα καλάσνικοφ για να νοθεύσουν το αποτέλεσμα, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών άστραψε και βρόντηξε. Ο Γιωργάκης Παπανδρέου χαρακτήρισε τις αλβανικές μεθοδεύσεις απαράδεκτες και μη φιλικές, προειδοποιώντας ότι θα εγείρουν συνέπειες. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Ρέππας χαρακτήρισε το ζήτημα «κρίσιμο εθνικό θέμα», τονίζοντας ότι η βελτίωση των διμερών σχέσεων «δεν είναι μονόδρομος» και πως η Ελλάδα δεν σκοπεύει να κάνει «εκπτώσεις» στη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειονότητας. Ακόμη κι ο Σημίτης πήρε θέση, για να προειδοποιήσει τα Τίρανα ότι, αν συνεχίσουν το ανέκδοτο, θα ζητήσει κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε φτάσει στο απώτατο σημείο αυθαιρεσίας των Αλβανών. Γιατί στη Χειμάρρα, που τους ενοχλεί και τους καίει, δεν υπήρξε προσπάθεια αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος μέσω τρομοκρατίας. Απλά συνελήφθη ο εκλεγμένος δήμαρχος, που δεν άρεσε στον Ράμα, με στημένες κατηγορίες και από τότε σαπίζει στη φυλακή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπαιξε λίγο θέατρο ότι εξανίσταται, έστειλε και έναν δυο χασομέρηδες να «παρηγορήσουν» τον Μπελέρη, και από τότε η υπόθεση μοιάζει να αγνοείται.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, όμως, σας πληροφορώ ότι η υπόθεση δεν αγνοείται. Η επίσημη Αθήνα απλά θεωρεί ότι… έληξε. Κρίνει προφανώς ότι, με τα 2,5 χρόνια που φόρτωσε στον διωκόμενο Χειμαρριώτη η «αδέκαστη» αλβανική Δικαιοσύνη, τον έριξε στα μαλακά και το ζήτημα λύθηκε…
Η αρχική «ακλόνητη» ελληνική θέση αξίωνε από τα Τίρανα, για όσο διαρκεί η δικαστική παρωδία εις βάρος του εκλεγμένου Μπελέρη, καθήκοντα δημάρχου να ασκεί πρόσωπο επιλογής του ίδιου από τον συνδυασμό του. Στη συνέχεια, η «ακλόνητη» θέση διολίσθησε στο «έστω κάποιος από τον συνδυασμό του». Και σήμερα, η θέση αυτή έχει μεταβληθεί στο «οποιοσδήποτε εκτός από τον ηττημένο Γκιόργκι Γκόρο», δηλαδή τον τέως δήμαρχο, εκλεκτό του Ράμα, που εξακολουθεί να σφετερίζεται το αξίωμα, αρνούμενος να παραδώσει τα κλειδιά στον συνδυασμό του Μπελέρη, παρότι κέρδισε τις εκλογές.
Σημειωτέον ότι από τον Γκόρο αναγκάστηκε να αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσάπτοντάς του αντεθνική δράση! Και η σημερινή κυβέρνηση ανέχεται την παραμονή του στον δημαρχιακό θώκο, κατά παράβαση κάθε έννοιας δημοκρατικής διαδικασίας.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομιμοποίησε όλες αυτές τις αισχρές μεθοδεύσεις διά της σιωπής της, όταν ο Μπλίνκεν αγκαλιά με τον Ράμα απέδιδε εύσημα στην αλβανική Δικαιοσύνη για τον μεταρρυθμιστικό της προσανατολισμό. Έφτασε ο αθεόφοβος να επαινέσει «την πρόοδο στην προώθηση του κράτους δικαίου και την καταπολέμηση της διαφθοράς»! Κι η αισχρή αυτή δήλωση, που καταφανώς σκόπευε να ξεπλύνει την τριτοκοσμική δικαστική πλεκτάνη, έμεινε προκλητικά αναπάντητη από την ελληνική πλευρά.
Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών χαριεντιζόταν με τον Μπλίνκεν στην Ουάσινγκτον, χωρίς καν να του θέσει το θέμα Μπελέρη. Και ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ευλόγως θεώρησε ότι πήρε πράσινο φως για να εγκωμιάσει δημοσίως το «κράτος δικαίου» στην Αλβανία. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, στην επόμενη έκθεση ζωγραφικής του Ράμα που θα γίνει στην Αθήνα μην εκπλαγείτε αν ο Γεραπετρίτης κρατά τον δίσκο με τα ποτά…
Υπάλληλοι ξένων έιναι, το ξέρουμε.