Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η ευθεία διασύνδεση, εκ μέρους της Ουάσινγκτον, των ζητημάτων των ελληνικών F-35 και των τουρκικών F-16 αποτελεί κορυφαία ήττα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ο δε πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποδεικνύεται -απροσδόκητος- πυροδότης της αναγέννησης ενός ιδιότυπου αντιαμερικανικού κλίματος στην κοινή γνώμη. Γιατί, ενώ για περισσότερα από τέσσερα χρόνια καλλιεργούσε την επίπλαστη προπαγανδιστική εικόνα των προνομιακών σχέσεων Μεγάρου Μαξίμου – Λευκού Οίκου και του «απομονωμένου Ερντογάν», ο μέσος πολίτης εξοργίζεται, αισθανόμενος, αιφνιδίως, πως «πάλι μας αδικούν οι ΗΠΑ».
Ωστόσο, η πραγματική διπλωματική εικόνα δεν σχετιζόταν και δεν σχετίζεται με τις εγχώριες παραπλανητικές υπερβολές. Η αμερικανική πλευρά ουδέποτε είπε ή έπραξε κάτι που να επέτρεπε βεβαιότητα ή αισιοδοξία -έστω μικρή- για αλλαγή του δόγματός της (κατά την άποψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου) «ισόρροπης προσέγγισης» των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ούτε ο κ. Μητσοτάκης, πέραν της εντυπωσιακής ομιλίας του στο Κογκρέσο τον Μάιο του 2022, κατάφερε ποτέ να αξιοποιήσει το μεγάλο ρήγμα ΗΠΑ – Τουρκίας (S-400, Ουκρανία, Ισραήλ, Συρία κ.λπ.). Ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν εύκολο να το πετύχει κανένας Έλληνας πρωθυπουργός, αλλά το τραγικό είναι ότι ο σημερινός ένοικος του Μαξίμου αφενός δεν είχε την παραμικρή αποτελεσματικότητα, αφετέρου καλλιεργούσε διαρκώς την εντελώς αντίθετη εικόνα προς εσωτερική κατανάλωση.
Επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης είχε αυτοπαγιδευτεί σε μεγάλες πλάνες ως προς την προσωπική πειθώ και ισχύ του έναντι των Αμερικανών συνομιλητών του. Δύο παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά. Το φθινόπωρο του 2021, ήταν βέβαιος ότι η Σκύρος θα εντασσόταν στη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), αν και οι αρμόδιοι Έλληνες και Αμερικανοί διαπραγματευτές έλεγαν κατηγορηματικά, από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, πως δεν σχεδιαζόταν παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο νησί ή στη Λήμνο. Δεν ήταν καθόλου ρεαλιστική η αυτάρεσκη προσδοκία μιας τέτοιας, ιστορικής αλλαγής συσχετισμών (και στο ΝΑΤΟ) σε βάρος της Τουρκίας. Επίσης, στα τέλη του 2022, ο πρωθυπουργός εξέλαβε την απλή υπόσχεση κορυφαίας Αμερικανίδας αξιωματούχου ότι «θα μεταφέρω την άποψή σας στα Τίρανα» ως σίγουρη δρομολόγηση της σύνταξης συνυποσχετικού για την παραπομπή του θέματος της ΑΟΖ Ελλάδας – Αλβανίας στη Χάγη. Καμιά πρόοδος δεν έχει σημειωθεί έκτοτε και, στο μεταξύ, οι διμερείς σχέσεις επιβαρύνθηκαν με την υπόθεση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρ. Μπελέρη.
Όμως, ακόμα σημαντικότερα είναι όσα έρχονται στο φως, σιγά σιγά, για το παρασκήνιο των επαφών και των διαθέσιμων πληροφοριών της τελευταίας διετίας για τα F-35 και τα F-16. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν εγκυρότατες πηγές, η ελληνική πλευρά γνώριζε, από τον Μάιο του 2022, ότι η διοίκηση Μπάιντεν σκόπιμα είχε διαχωρίσει, έναντι του Κογκρέσου, τα τουρκικά αιτήματα εκσυγχρονισμού παλαιότερων F-16 και αγοράς νέων μαχητικών του ίδιου τύπου. Απώτερος στόχος ήταν η έγκριση -τουλάχιστον- ενός εκ των δύο αιτημάτων από το Κογκρέσο, ταυτόχρονα με την κίνηση των διαδικασιών για τα ελληνικά F-35. Βέβαια, ως γνωστόν, προωθήθηκαν τελικά και τα δύο τουρκικά αιτήματα, και μάλιστα δύο ημέρες πριν από την επανεκκίνηση των αμερικανικών διαδικασιών για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Επίσης, από τις αρχές του 2023, η Αθήνα γνώριζε σαφώς πως η υπηρεσιακή γραφειοκρατία της Ουάσινγκτον αποδέχθηκε την προειδοποίηση (δηλαδή, υπέκυψε στον εκβιασμό) της Άγκυρας πως μια μονομερής απόφαση για τα F-35, χωρίς ταυτόχρονη έγκριση για τα F-16, θα προκαλούσε οριστική ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ήταν μια μοιραία διπλωματική εξέλιξη, χωρίς επιστροφή.
Κατόπιν αυτών, δημιουργούνται δύο ερωτήματα: πρώτον, πώς ο κ. Μητσοτάκης σχημάτισε την εντύπωση ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν τού υποσχέθηκε ξαφνικά, κατά τη συνάντηση των Χανίων στις 6 Ιανουαρίου 2024, ότι η ανακοίνωση των F-35 είτε θα διαχωριστεί πλήρως από τις τουρκικές απαιτήσεις είτε θα γίνει πολύ νωρίτερα από την έγκριση για τα F-16; Μετά τα Χανιά, το συμπέρασμα διαδοχικών επαφών με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ήταν ότι ο κ. Μπλίνκεν δεν είχε αναλάβει καμία δέσμευση. Άλλωστε, ξεκάθαρη υπόσχεση για τα F-35 δεν είχε δοθεί ούτε κατά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Μπλίνκεν, στην Αθήνα, πέρυσι τον Φεβρουάριο. Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί η ελληνική πλευρά αρνήθηκε την εντυπωσιακή (για πρώτη φορά τα τελευταία 50 χρόνια) αμερικανική πρόταση για δάνειο 2 δισ. δολαρίων που, άμεσα ή έμμεσα, θα διευκόλυνε την αγορά της πρώτης μοίρας F-35 τα επόμενα χρόνια. Η απορριπτική απόφαση δεν συνάδει με τις δημόσιες εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη για ταχεία προμήθεια των F-35. Παράλληλα, δεν διευκολύνει τον έγκαιρο και έγκυρο επανασχεδιασμό όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων που ανεστάλησαν τον περασμένο Νοέμβριο, με απόφαση του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδια, μετά τη διαπίστωση ενός απερίγραπτου οικονομικού και διοικητικού χάους, στα Γενικά Επιτελεία, την περίοδο 2019-2023.
Η καταγραφή και η αξιολόγηση των λαθών και παραλείψεων του πρωθυπουργού δεν έχει μόνο θεωρητική ή ιστορική αξία, καθώς προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία για τους χειρισμούς του και στα επόμενα κεφάλαια του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Δυστυχώς, την ώρα που η κυβέρνηση ολιγωρεί, η συζήτηση μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον δεν είναι αν, αλλά πότε θα επιλυθεί το πρόβλημα των ρωσικών S-400, ώστε και η Τουρκία να αποκτήσει F-35. Επιπρόσθετα, ήδη διερευνάται αν η Τουρκία είναι δυνατόν -νομικά, τεχνικά και χρηματοδοτικά- να επιστρέψει στην αεροναυπηγική κοινοπραξία JSF/F-35 (όπως προ του 2019) ή αν θα είναι μόνο αγοραστής τους, όπως η Ελλάδα. Κοινώς, η διασύνδεση των εξοπλιστικών προμηθειών Ελλάδας – Τουρκίας τα δύο τελευταία χρόνια αρχίζει να επιβάλλεται de facto και για τα επόμενα χρόνια, με παθητικό θεατή τον πρωθυπουργό και με την κοινή γνώμη έκπληκτη για την αδυναμία του να αποσπάσει ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη